
Κατά τον 18ο αιώνα, η προμήθεια γάλακτος στα αστικά κέντρα, γινόταν από ποιμένες που άρμεγαν τα αιγοπρόβατά τους μπροστά στον αγοραστή. Στο πέρασμα των χρόνων, ο γαλατάς έβαζε το γάλα σε αλουμινένια δοχεία που κρεμούσε στους ώμους του ή τα φόρτωνε στο ζώο του, συνήθως μουλάρι ή γαϊδούρι. Αργότερα, χρησιμοποιούσε ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο. Οι αγοραστές έπαιρναν ½ ή 1 οκά (=1282 γραμμάρια). Το επάγγελμα αυτό συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν για λόγους υγειονομικής ασφάλειας το γάλα έπρεπε να πωλείται από καταστήματα με ψυγεία.
