Skip to content Skip to footer

Η Ιατρική στα χρόνια της Επανάστασης

ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Μετά την άλωση της Πόλης, το 1453, η Οθωμανική αυτοκρατορία αναπτύχθηκε στρατιωτικά και πολιτικά στην Ανατολική Ευρώπη, Ασία και Βόρειο Αφρική. Η οργάνωση πολλών τομέων της δημόσιας ζωής στηρίχτηκε στο Βυζάντιο, την οργάνωσή και την παράδοσή του.

Στον τομέα της ιατρικής στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην ελληνική ιατρική, όπως ασκείτο στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και παράλληλα επηρεάστηκε από στοιχεία της αραβικής και περσικής ιατρικής, που στηρίζονταν κατά βάση στην παράδοση του Ιπποκράτη και του Γαληνού. Σ’ αυτά προστέθηκαν στοιχεία από την ιουδαϊκή ιατρική, καθώς και οι προϋπάρχουσες παραδοσιακές εμπειρίες των Σελτζούκων και Οθωμανών γιατρών.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Έλληνες λόγιοι κατέφυγαν στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου συνέβαλαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αναγέννηση της κλασικής παιδείας, των τεχνών και επιστημών, μεταφέροντας τα χειρόγραφα με τα έργα των αρχαίων Ελλήνων και διδάσκοντας στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Ανάμεσα στα κείμενα αυτά, όσον αφορά την ιατρική, υπήρχαν χειρόγραφα σπουδαίων γιατρών της αρχαιότητας, όπως ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός, ή κείμενα του Αριστοτέλη, τα οποία συμπεριελήφθησαν στα προγράμματα εκπαίδευσης και άρχισαν να διδάσκονται στα πανεπιστήμια της Ιταλίας συστηματικά κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Πάνω ιδιαίτερα στις γνώσεις του Γαληνού οι Ιατρικές Σχολές των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων προχώρησαν στην ανάπτυξη της Ανατομίας, καθώς και άλλων ιατρικών κλάδων. Εκτός από τα αρχαία χειρόγραφα, τα οποία μεταφράστηκαν στα λατινικά, μεταφράστηκαν και άλλα σημαντικά ιατρικά χειρόγραφα, όπως το «Μέγα Δυναμερόν» του Νικολάου Μυρεψού του 13ου αιώνα, το οποίο είχε μεταφραστεί στα λατινικά τον 14ο αιώνα και αποτελούσε μέχρι τον 17ο τη βάση της γαλλικής φαρμακοποιίας.

 

Οθωμανοί γιατροί

Οι γιατροί ήταν σεβαστά πρόσωπα στην οθωμανική κοινωνία και οι σουλτάνοι, όπως και οι στρατιωτικοί ή πολιτικοί διοικητές, είχαν κατά κανόνα προσωπικούς γιατρούς για τους ίδιους και τα μέλη των οικογενειών τους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και Ευρωπαίοι. Στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης, στην έδρα δηλαδή της οθωμανικής διοίκησης, λειτουργούσε σχολείο (Enderium-i-Humai Yuin), στο οποίο οι σπουδές διαρκούσαν 14 χρόνια. Η διδασκαλία στηριζόταν σε κλασικά συγγράμματα, στηριγμένα στις διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθόδους του Ιπποκράτη και του Γαληνού. Στο σχολείο αυτό σπούδαζαν και οι γιατροί της Αυλής, παθολόγοι, χειρουργοί και οφθαλμίατροι. Αυτοί ακολουθούσαν τον σουλτάνο σε όλες τις εκστρατείες του. Επικεφαλής όλου του ιατρικού κόσμου από την εποχή του Βαγιαζήτ ήταν ο αρχίατρος, ο οποίος ήταν ο προσωπικός γιατρός του σουλτάνου και υπεύθυνος για την επιλογή, τη χρήση των φαρμάκων και τη λειτουργία του επίσημου φαρμακείου στην Κωνσταντινούπολη.

Χριστιανοί

Η χριστιανική κοινωνία, διαφοροποιούμενη από το οθωμανικό πνεύμα, προσπάθησε να διατηρήσει τις αρχές της επιστημονικής ιατρικής, όπως αυτή διδασκόταν στις ιατρικές σχολές και στα νοσοκομεία της Κωνσταντινούπολης προ της Αλώσεως.

Ιατρός Συλλογή Γεννάδειος Βιβλιοθήκη - Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα

 

Ελληνες γιατροί

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αρκετοί νέοι, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, που προέρχονταν αποκλειστικά από εύπορες οικογένειες, σπούδαζαν Ιατρική σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Τα πανεπιστήμια αυτά ήταν κυρίως της Πάδοβας, της Παβίας, της Πίζας και της Βιέννης, πανεπιστήμια της Γαλλίας ή της Γερμανίας. Αποφοιτούσαν από αυτά με διπλώματα στα οποία αναγραφόταν ότι ήταν «Nationale Graecus».

Κάποιοι από αυτούς ανέρχονταν σε πολύ υψηλές θέσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τιμήθηκαν με υψηλά αξιώματα από την Υψηλή Πύλη, αφού υπηρετούσαν στην Αυλή του Σουλτάνου ή άλλων ηγεμόνων, όπως στη Μολδοβλαχία. Τον 17ο αιώνα διακρίθηκαν ως επιφανέστεροι γιατροί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ο Παναγιώτης Νικούσιος – Μαμωνάς, που είχε σπουδάσει στην Πάδοβα της Ιταλίας, ο οποίος διορίστηκε διερμηνέας και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο εξ απορρήτων, στον οποίο απονεμήθηκε το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου. Γενικά οι Έλληνες γιατροί κατείχαν, σε σχέση με τις υπόλοιπες εθνικοθρησκευτικές ομάδες, την πρώτη θέση στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ιδίως στο ιατρικό σώμα της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί από αυτούς τιμήθηκαν για την ιατρική τους προσφορά, με ανώτατες διοικητικές θέσεις στην Υψηλή Πύλη.

Και κατά τους επόμενους αιώνες, οι Έλληνες από εύπορες οικογένειες, που σπούδαζαν στην Ευρώπη, επέλεγαν να ακολουθήσουν την ιατρική επιστήμη, διότι τους εξασφάλιζε τις προϋποθέσεις για μια άνετη ζωή, ασφαλέστερη από τη ζωή των υπόλοιπων υπόδουλων Ελλήνων. Εξάλλου όσοι σπούδαζαν άλλες επιστήμες, όπως Νομική, δεν είχαν τη δυνατότητα να την ασκήσουν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. Χαρακτηριστικά γράφει ο Αδ. Κοραής: «Ο σκοπός μου δεν ήτο να κατασταθώ ιατρός, εις δύο μόνον πράγματα απέβλεπα, να κερδαίνω τον καιρόν, να μη βλέπω Τούρκους, ή αν αναγκασθώ τελευταίον να τους ιδώ, να ζω μεταξύ των ως ιατρός, επειδή το θηριώδες έθνος τούτο, εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνεται κάποιαν ημερότητα[1]».

Οι επιστήμονες αυτοί γιατροί, όταν γύριζαν στην πατρίδα, όχι μόνο βοηθούσαν ιατρικώς τους σκλαβωμένους αδελφούς τους, αλλά μετέφεραν και το μήνυμα της ανάγκης αναγέννησης του Ελληνισμού, επηρεασμένοι από τις νέες ιδέες που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη. Έτσι, όπως γράφει ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, γίνονταν «κήρυκες του υπέρ της πατρίδος και της παιδείας έρωτος και έκαστος οίκος εχρησίμευε αυτοίς ως καθηγητική έδρα και εκάστη οικογένεια ως ακροατήριον[2]».

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι και το α΄ μισό του 19ου αιώνα η Ιατρική δεν αποτελούσε ξεχωριστή επιστήμη από την άποψη της διδασκαλίας της στα Πανεπιστήμια. Για το λόγο αυτό όσοι σπούδαζαν Ιατρική, σπούδαζαν παράλληλα και άλλους επιστημονικούς κλάδους, όπως η Φιλολογία, η Φιλοσοφία (ιατροφιλόσοφοι), η Θεολογία και τα Μαθηματικά, ιδιαίτερα κατά τα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Έτσι συχνά γιατροί συνέγραφαν επιστημονικά έργα με τα παραπάνω θέματα ή δίδασκαν τις επιστήμες αυτές στα ξένα Πανεπιστήμια. Οι περισσότεροι όμως άσκησαν το επάγγελμά τους στο εξωτερικό, όπως στις ελληνικές παροικίες της Ευρώπης, στην Κωνσταντινούπολη, στο Βουκουρέστι, στα Επτάνησα και στην Αυλή του Αλή-Πασά. Λίγοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους σκλαβωμένους Έλληνες.

Πολλοί από τους μετέπειτα πρωταγωνιστές της Επανάστασης είχαν σπουδάσει Ιατρική. Ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια της προετοιμασίας γιατροί ήταν πολλοί από αυτούς που πλαισίωναν τον Ρήγα και στήριζαν τους αγώνες του, όπως ο Ιωάννης Εμμανουήλ, ο Δημήτριος Νικολαΐδης, ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Κ. Καρακάσης και ο Γεώργιος Σακελλάριος, γιατρός ήταν ο Αδ. Κοραής, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία του Ελληνισμού εκείνη την εποχή, σπουδαίοι Φιλικοί, όπως ο Αρσάκης από την Ήπειρο, ο Δελλαπόρτας από την Κεφαλονιά, ο Σακελλάριος από την Κοζάνη και ο Φλέβας από τη Νάουσα, και κατηχητές της Φιλικής Εταιρείας, όπως ο Ν. Καλύβας, πολιτικοί της Επανάστασης, όπως ο Ι. Κωλέττης και ο Αλ. Μαυροκορδάτος, προσωπικότητες που οργάνωσαν τις φιλελληνικές οργανώσεις στην Ευρώπη, όπως ο Π. Ηπίτης. Τέλος γιατρός ήταν ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Η πρώτη επιστημονική εφαρμογή του εμβολιασμού, 1714

Η ευλογιά ήταν μια επιδημική ασθένεια, η οποία έπληττε κυρίως παιδιά, ήταν πολύ μεταδοτική, με μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας και σοβαρές επιπλοκές.

Δυο Έλληνες γιατροί των αρχών του 18ου αιώνα, ο Εμμανουήλ Τιμόνης από τη Χίο και ο Ιάκωβος Πυλαρινός από την Κεφαλονιά, ήταν οι πρώτοι πρωτοπόροι που εφάρμοσαν μια μορφή εμβολιασμού για την πρόληψη της ευλογιάς. Το 1714 στο αγγλικό περιοδικό «Philosophical Transactions» της Royal Society του Λονδίνου δημοσιεύτηκε η πρώτη επιστημονική εφαρμογή του εμβολιασμού, που ονομάστηκε «ευλογιασμός» (variolation) και αποτέλεσε πρόδρομο του «δαμαλισμού» (vaccination), ως γενικά μεθόδου πρόληψης πολλών και σοβαρών ασθενειών της παιδικής ηλικίας.

Ο Εμμανουήλ Τιμόνης είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, άσκησε την ιατρική στην Κωνσταντινούπολη, έγινε ιατρός της Υψηλής Πύλης και αρχίατρος του Σουλτάνου, ενώ συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη στην Αγγλία. Εκεί έγινε μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, όπου παρουσιάστηκε η μέθοδος του «ευλογιασμού» από τον φίλο του γιατρό John Woodword, και εργασία του σχετική δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου.

Ο Ιάκωβος Πυλαρινός σπούδασε επίσης στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας Νομική και Ιατρική και την ίδια χρονιά δημοσίευσε στο ίδιο περιοδικό τη μελέτη του για τον «ευλογιασμό». Ο ίδιος είχε προηγουμένως ασκήσει την Ιατρική σε πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και είχε διατελέσει προσωπικός γιατρός του ηγεμόνα της Σερβίας, αρχίατρος του Μ. Πέτρου της Ρωσίας, γιατρός του στόλου του Μαροζίνι, του διοικητή της Κρήτης Ισμαήλ Πασά και τελικά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Την εργασία του για τον «ευλογιασμό» δημοσίευσε στη Βενετία το 1715.

Η μέθοδος του «ευλογιασμού» που πρότειναν ήταν μια μέθοδος τεχνητής ανοσοποίησης με τη λήψη υγρού από φλύκταινες ελαφρά πασχόντων από ευλογιά και στη συνέχεια εμφύτευσής τους στο δέρμα υγιών παιδιών, για να προσβάλλονται ήπια από τη νόσο και στη συνέχεια να αποκτούν ανοσία. Η μέθοδος αυτή ήταν γνωστή και από τη λαϊκή ιατρική και την εφάρμοζαν οι χωρικοί, οι οποίοι έπαιρναν υγρό από πληγές προβάτων, προσβεβλημένου από ευλογιά, που κατόπιν ενοφθάλμιζαν σε γδαρμένο ιστό στο χέρι των παιδιών, τα οποία έτσι αποκτούσαν ανοσία. Και οι δύο σημειώνουν ότι η μέθοδος αυτή προερχόταν από την Ασία. Για πρώτη φορά ο Πυλαρινός εφάρμοσε σε πειραματικό στάδιο τη μορφή αυτή εμβολιασμού στην Κωνσταντινούπολη το 1701.

Η προσφορά αυτών των Ελλήνων γιατρών στην εξέλιξη των μεθόδων αντιμετώπισης της νόσου ήταν πολύ σημαντική, αφού οι εργασίες τους δημοσιεύθηκαν στη συνέχεια σε πολλές χώρες και πολλοί διάσημοι γιατροί εφάρμοσαν τη μέθοδό τους στη συνέχεια και στην Αγγλία και σε άλλες χώρες, π.χ. Ολλανδία, Ελβετία και Γαλλία.

Στη συνέχεια ο Edward Jenner, το 1796, αξιοποιώντας την προηγούμενη εμπειρία, εφάρμοσε για πρώτη φορά τον «δαμαλισμό», εμβολιασμό με πύον από ευλογιά αγελάδων, που αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση των επιδημικών ασθενειών μέσω των εμβολιασμών.

Ιατρικά χειρόγραφα κατά την Τουρκοκρατία

Τα ιατρικά χειρόγραφα, που βρίσκονταν σε βιβλιοθήκες κυρίως μοναστηριών, αντιγράφονταν και κυκλοφορούσαν στον ελληνικό χώρο από τον 15ο αιώνα έως και τον 19ο και αποτελούσαν πηγή ιατρικής γνώσης.

Ιατρικά χειρόγραφα γραμμένα από γιατρούς της εποχής συμβουλεύονταν οι εμπειρικοί γιατροί, καθώς και οι απλοί άνθρωποι, όταν δεν έβρισκαν επιστήμονα γιατρό, όπως για παράδειγμα, το χειρόγραφο βιβλίο με τίτλο «Θησαυρός υγείας» του Μάρκελλου Κοντοπίδη, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως γιατρός πολλά χρόνια στο νοσοκομείο της Πάδοβας και μεταφέρει την εμπειρία του. Ακόμα μεταφράζονταν ευρωπαϊκά επιστημονικά βιβλία, μέσω των οποίων μεταφέρονταν και διαδίδονταν οι ιατρικές γνώσεις.

Ιδιαίτερη κατηγορία χειρογράφων αποτελούν τα λεγόμενα «ιατροσόφια», τα γνωστά γιατροσόφια με πρακτικές οδηγίες και συμβουλές για τις διάφορες παθήσεις, μαζί με συνταγές από τα ιατρικά κείμενα αρχαίων και βυζαντινών γιατρών. Τα περισσότερα ήταν ανώνυμα και αντιγράφονταν για οικιακή ή ατομική χρήση, γι’ αυτό και έχουν διασωθεί πάρα πολλά. Εξάλλου είναι γνωστό ότι λόγω έλλειψης επιστημόνων ιατρών, κατά την εποχή αυτή σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι εμπειρικοί γιατροί.

Κατά τον 18ο αιώνα έντυπα βιβλία άρχισαν να κυκλοφορούν στον ελλαδικό χώρο, μεταφέροντας γνώσεις ιατρικές αλλά και γενικής παιδείας. Το πρώτο γνωστό τυπωμένο ιατρικό βιβλίο ήταν του Ηπειρώτη γιατρού Σταύρου Μουλαΐμη με τίτλο «Αντιδοτάριον», τυπωμένο στη Βενετία το 1724.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση του αριθμού έκδοσης ελληνικών ιατρικών βιβλίων, όπως παρατηρεί ο γιατρός Αναστάσιος Γεωργιάδης στο βιβλίο του «Ιατροφιλοσοφική Ανθρωπολογία» (Βιέννη 1810), ο οποίος τονίζει παράλληλα την ανάγκη να μεταφερθούν οι επιστημονικές γνώσεις στον ελλαδικό χώρο μέσα από τη συγγραφή ή μετάφραση επιστημονικών βιβλίων. Σημαντικά βιβλία που μεταφράστηκαν ήταν του διάσημου γιατρού της Λωζάννης Andre Tissot, από τον λόγιο Γεώργιο Βενιάτη («Αυνανισμού επιτομή», 1777 και «Νουθεσίαι εις τον λαόν», 1780) και από τον γιατρό Κωνσταντίνο Μιχαήλ («Εγχειρίδιο της περί των πεπαιδευμένων τε και άλλων ανθρώπων υγείας», 1785). Επίσης η νέα γνώση για τη σημασία του οξυγόνου, ως απαραίτητου στοιχείου της αναπνοής, του A.L. Lavoisier, μεταφέρθηκε στον ελληνικό χώρο με το βιβλίο που μεταφράστηκε και εκδόθηκε στη Βιέννη από τον Άνθιμο Γαζή το 1799, με τον τίτλο «Γραμματική των φιλοσοφικών επιστημών ή σύντομος ανάλυσις της πειραματικής νεωτέρας φιλοσοφίας».

Εκτός από τον Άνθιμο Γαζή και άλλοι εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Γεώργιος Βεντότης και ο Ιωάννης Βηλαράς, ήταν γιατροί και συνέγραψαν εγχειρίδια ιατρικής. Ο ίδιος ο Ρήγας στο βιβλίο του «Φυσικής Απάνθισμα», 1790, στο ΚΔ΄ κεφάλαιο «Περί ανθρώπου, ζώων και ετέρων τινών» καταχωρίζει πολλά μεταφρασμένα κείμενα από τη Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό. Έτσι αναφέρεται στις θεωρίες περί του σχηματισμού του εμβρύου στη μήτρα, για τον τοκετό, την τερατογένεση και μετά για το βρέφος. Στη συνέχεια τρία διαφορετικά μεταξύ τους θέματα, για την κυκλοφορία του αίματος και τη λειτουργία της καρδιάς, τη διαπνοή και την παρασκευή φωσφόρου από τα ούρα.

Στη μεταφορά των καινούργιων ιατρικών γνώσεων της Ευρώπης στον ελληνικό χώρο πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε το περιοδικό «Ερμής ο Λόγιος», το οποίο εκδιδόταν στη Βιέννη από τον Άνθιμο Γαζή (1811-1821). Στις σελίδες του περιοδικού δημοσιεύονταν μεταφρασμένα άρθρα από έγκυρα περιοδικά της Ευρώπης, που αφορούν ιατρικά θέματα, όπως και από το αγγλικό περιοδικό Transactions, ή κατάλογοι με καινούργια ιατρικά βιβλία που εκδίδονταν. Την ίδια εποχή, τέλος, μεταφράζονταν διδακτορικές διατριβές που είχαν εκπονήσει σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, όπως των ιατροφιλοσόφων Θωμά Μανδακάση από την Καστοριά και του Δημητρίου Καρακάση από τη Σιάτιστα, για τη φλεβοτομία, καθώς και του γιατρού Ιωάννη Σεραφείμ στα 1815, με θέμα τη χολέρα. Συνολικά κυκλοφόρησαν 29 ιατρικά βιβλία.

Στους προλόγους των ιατρικών βιβλίων της εποχής οι συγγραφείς αναφέρουν ως βασικό στόχο την πρόθεσή τους να «ωφελήσουν το Γένος», (βιβλίο για φάρμακα από Αντώνιο Στρατηγό). Χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Νικολίδης σημειώνει στο βιβλίο του για τη θεραπεία της μαλαφράντζας (σύφιλης): «εγώ έγραψα το βιβλίο αυτό προς κοινήν ωφέλειαν του Γένους των Ρωμαίων και δια να επιτύχω σωστά τον σκοπόν μου, το έγραψα απλά ρωμαίικα, δια να το καταλαμβάνει κάθε απλός Ρωμαίος και να λάβη όφελος από αυτό[3]».

Όσον αφορά τα θέματα των παραπάνω βιβλίων, εκτός από τη θεραπεία ασθενειών, φαίνεται το ενδιαφέρον για τις γνώσεις Ανατομίας (το 1815 στέλνονται συλλογές Ανατομίας σε σχολές της Κεφαλονιάς και το 1818 από τον γιατρό Πέτρο Ηπίτη στη Σχολή της Χίου). Επίσης μελέτες αφορούν το αίμα και την ερυθρά του χροιά και ο όρος «ερυθρά αιμοσφαίρια» παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε ελληνικό βιβλίο το 1757 από τον γιατρό Θωμά Μανδακάση ως «ερυθροίς του σώματος σφαιριδίοις[4]».

Μεγάλο ενδιαφέρον υπήρχε για την ανατομία της καρδιάς και την κυκλοφορία του αίματος, όπως φαίνεται από το κεφάλαιο «Περί καρδίας», στο θεολογικό βιβλίο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (από τη Νάξο) «Περί φυλακής των πέντε αισθήσεων», 1801.

Θρησκευτική θεραπευτική

Η έννοια της θρησκευτικής θεραπευτικής συνδέεται αναπόσπαστα με την κοινή λαϊκή αντίληψη ότι η ασθένεια προέρχεται από μεταφυσικές οντότητες και προκύπτει όταν ο άνθρωπος παραβαίνει ηθικούς κανόνες, άρα συνδέεται με την αμαρτία. Αντίστοιχα και η θεραπεία επιτυγχάνεται με τη θεϊκή συνδρομή. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ψυχικών ασθενειών ή χρόνιων και ανίατων παθήσεων αλλά και στις μεγάλες επιδημίες (π.χ. πανώλη ή σύφιλη) δινόταν μεταφυσική εξήγηση και θεωρούνταν ως θρησκευτική τιμωρία, άρα το φάρμακο ήταν η θρησκευτική πίστη.

Η θρησκευτική αυτή αντίληψη αναγόταν στην αρχαία και τη βυζαντινή παράδοση, ενώ παρόμοιες συναντώνται και σε άλλους αρχαίους λαούς όπως οι Εβραίοι. Εξάλλου κατά τη χριστιανική διδασκαλία ο Ιησούς Χριστός αναδεικνυόταν ως «ιατρός ψυχών και σωμάτων». Οι Τούρκοι πίστευαν επίσης ότι η ζωή του καθενός ήταν προκαθορισμένη από τη μοίρα και επομένως κάθε φροντίδα ή πρόληψη ήταν μάταιη, γι’ αυτό και θεωρούσαν άσκοπη τη λήψη μέτρων κατά των επιδημιών.

Είναι γνωστό ότι η χριστιανική διδασκαλία εμπεριέχει πάμπολλες αναφορές στις ιαματικές ιδιότητες του Θεού απέναντι στον άνθρωπο, όπως φαίνεται και στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Κατά τη θρησκευτική παράδοση οι Άγιοι έχουν συγκεκριμένες θεραπευτικές ή προστατευτικές ιδιότητες, οι οποίες καθιερώθηκαν με βάση το βίο τους, π.χ. Άγιοι Ανάργυροι, Άγιος Παντελεήμων ή Άγιος Ελευθέριος, ενώ ευρύτερη απήχηση ως προς τη θεραπευτική είχε η Παναγία, στην οποία αποδίδονται αντίστοιχα προσωνύμια, π.χ. Γιάτρισσα ή Ελεούσα. Έτσι οι πιστοί προέβαιναν στις αντίστοιχες παρακλήσεις για να εξασφαλίσουν την υγεία τους.

Η προσευχή αποτελούσε ισχυρό μέσο ευλογίας, ενώ σημαντική θέση στη θεραπευτική των χριστιανών είχαν και τα μυστήρια της Εκκλησίας, ιδιαίτερα το Ευχέλαιο, ή το λάδι από τα καντήλια που έκαιγαν μπροστά από θαυματουργές εικόνες ή λείψανα αγίων. Εξίσου διαδεδομένη ήταν η χρήση αγιάσματος ή το θυμιάτισμα και τα φυλακτά, με λείψανα Αγίων ή αποξηραμένα άνθη από τον Επιτάφιο.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει και στην τελετή του εξορκισμού, που εφαρμοζόταν από τον ιερέα σε άτομα που θεωρούνταν δαιμονισμένα ή ήταν «σεληνιασμένα», κατέχονταν δηλαδή κατά την Εκκλησία από πονηρά και ακάθαρτα πνεύματα. Τα συμπτώματά της ταυτίζονται με επιληπτικές κρίσεις, νευρικές διαταραχές ή διανοητικές βλάβες. Επίσης η ανάγνωση ειδικών ευχών ανά ασθένεια από τον ιερέα, π.χ. για συμπτώματα που συνδέονταν με τη βασκανία, αποτελούσε συχνή πρακτική.

Όλες αυτές οι πρακτικές στηρίζονταν στο θρησκευτικό συναίσθημα και εφαρμόζονταν επί αιώνες, είτε από ιερείς είτε από πιστούς. Σε αυτές κατέφευγαν όχι μόνο τα κατώτερα στρώματα αλλά και μέλη εύπορων οικογενειών ή προεστοί, π.χ. οι Δεληγιάννηδες στη Γορτυνία, που συνδύαζαν τα ακριβά φαρμακευτικά προϊόντα με προσευχές.

Παράλληλα όμως υπήρχαν και θρησκευτικοί φορείς που χρησιμοποιούσαν πιο ορθολογικές μεθόδους, όπως τα μοναστήρια, αν και το αποτέλεσμα αποδιδόταν πάντοτε στη θεϊκή βούληση.

Μοναχοί και ιερωμένοι θεραπευτές – Ο ρόλος των μοναστηριών

Η άσκηση της ιατρικής τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση βρισκόταν για πολλούς αιώνες στα χέρια ιερωμένων. Ο Αμερικανός καθηγητής Τίμοθι Μίλλερ μετά από ενδελεχή μελέτη των ιστορικών πηγών έχει τεκμηριώσει την άποψη ότι η γέννηση του θεσμού του νοσοκομείου πραγματοποιήθηκε στο Βυζάντιο και ότι αυτός δημιουργήθηκε στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των βυζαντινών μοναστηριών[5] («ξενώνες» των βυζαντινών μονών).

Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τα μοναστηριακά νοσοκομεία έπαψαν να υφίστανται ως θεσμός, η παγιωμένη βυζαντινή παράδοση των μοναστηριακών υποδομών σταμάτησε, όμως δεν εξαλείφθηκε εντελώς στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Έτσι οι μοναχοί ήταν γιατροί και φαρμακοποιοί και τα μοναστήρια λειτουργούσαν ως θεραπευτικά ιδρύματα.

Για παράδειγμα κατά τον 16ο αιώνα στην Αθήνα ιδρύθηκε και λειτούργησε νοσοκομείο από την Αγία Φιλοθέη, κοντά στο μοναστήρι που ίδρυσε η ίδια, επίσης νοσοκομείο λειτούργησε και στη Μονή του Όσιου Λουκά στη Βοιωτία τον 17ο αιώνα. Ακόμα στο μοναστήρι της Θεοτόκου στη Σούδα στην Κωνσταντινούπολη, κατά τον 17ο αιώνα ιδρύθηκε νοσοκομείο που λειτούργησε για δύο αιώνες ως φρενοκομείο. Κατά τον 18ο αιώνα στο ναό της Παναγίας της Χαριτωμένης στη Χίο και στα τέλη του 18ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τα ορθόδοξα ελληνικά νοσοκομεία ενώθηκαν και ως «Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα Βαλουκλή» λειτούργησαν υπό την αιγίδα της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής στο Βαλουκλή.

Γενικότερα παρά τις οικονομικές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τα μοναστήρια συνέχισαν να προσφέρουν σε όσους κατέφευγαν σε αυτά περίθαλψη και θεραπεία. Σε πολλά από αυτά συνήθως υπήρχαν μοναχοί που διέθεταν ιατρικές γνώσεις για τη χρήση των θεραπευτικών βοτάνων. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι το σύνολο σχεδόν των ιατρικών βιβλίων, τα γνωστά γιατροσόφια, βρίσκονται σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες. Στους χώρους αυτούς οι μοναχοί αντέγραφαν φαρμακευτικούς κώδικες και προωθούσαν τη μελέτη ιατρικών κειμένων.

Εκτός από τους ορθόδοξους μοναχούς και οι καθολικοί επέδειξαν αντίστοιχη δραστηριότητα, όπως το Τάγμα των Καπουτσίνων που ίδρυσε στη Σύρο και την Άνδρο μοναστήρια, τα οποία παρείχαν παρόμοια περίθαλψη.

Έτσι ο απλός λαός γνώριζε ότι τα μοναστήρια, ακόμη και τα πιο φτωχά, διέθεταν, εκτός από κάποιον μοναχό που είχε στοιχειώδεις γνώσεις ιατρικής και τις κατάλληλες συνθήκες, και τα απαραίτητα υλικά για τη θεραπεία του: κάποιο κρεβάτι, σκεπάσματα, ψωμί για να φάει και τα αναγκαία φάρμακα για την αντιμετώπιση των τραυμάτων, όπως λάδι, κρασί, κερί, ρακή, αυγά, υλικά που έλειπαν από τα φτωχά σπίτια ή ήταν δύσκολο να βρεθούν για τους κλεφταρματολούς. Γι’ αυτό και τα μοναστήρια υπήρξαν χώροι περίθαλψης και καταφύγια των κλεφτών κατά την Τουρκοκρατία.

Πρακτικοί – εμπειρικοί γιατροί

Παράλληλα με τους επιστήμονες γιατρούς, στη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών συνέβαλαν και οι πρακτικοί ή εμπειρικοί γιατροί, οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε όλη την έκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ιδίως σε ορεινές περιοχές της Ελλάδας.

Ήταν πρακτικοί χειρουργοί («τζιράχηδες»), μαίες, βοτανολόγοι και άλλοι, οι οποίοι θα πρέπει να διαχωρίζονται από τους «καλογιατρούς», που υποδύονταν τους διπλωματούχους γιατρούς, προσποιούνταν ότι είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση και απέβλεπαν στην εξαπάτηση των ασθενών με σκοπό το ευκαιριακό κέρδος (κομπογιαννίτες).

Στην ελληνική ύπαιθρο επίσης δραστηριοποιούνταν και διάφοροι ψευτογιατροί, αγύρτες, τσαρλατάνοι ή μάγοι και μάλιστα όχι μόνο Έλληνες αλλά και αλλοεθνείς, Τούρκοι, Αλβανοί, ακόμη και Ευρωπαίοι, υπάλληλοι φαρμακείων ή υπηρέτες γιατρών.

Η εμφάνιση και δράση των τσαρλατάνων – ψευτογιατρών οφειλόταν στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν καθώς και στην αμάθεια του λαού, σε συνδυασμό με την έλλειψη νοσηλευτικής και ιατρικής περίθαλψης και την ανεπάρκεια των επιστημόνων γιατρών ή φαρμακοποιών. Οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν περισσότεροι εκτεθειμένοι στους απατεώνες αυτούς, γιατί δεν υπήρχαν εκεί επιστήμονες γιατροί και φαρμακοποιοί, αφού αυτοί ήταν εγκατεστημένοι στα αστικά κέντρα.

Οι απατεώνες αυτοί πουλούσαν διάφορα παρασκευάσματα, χωρίς αποτελεσματικότητα, δημιουργούσαν ένα πέπλο μυστικότητας γύρω από τα υλικά και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν και είχαν εξεζητημένο ύφος και εξωτερική εμφάνιση για να πείθουν. Ο Κωνσταντίνος Σάθας, σε άρθρο του στην «Κλειώ» της Τεργέστης, το 1883, δίνει μια γλαφυρή εικόνα της δράσης τους.

Είναι γνωστό ότι αυτοί αποκαλούνταν και «καλογιατροί», αφού ένας ντελάλης κάθε φορά ανήγγελλε την άφιξή τους με τη φράση «Ήρθε και σε λίγο μισεύει ο καλός γιατρός της Φραγκίας». Είχαν φιγούρα ιδιαίτερη, στολισμένοι με φανταχτερά ρούχα, παρουσιάζονταν ως άτομα ιταλικής ή επτανησιακής καταγωγής και κουβαλούσαν ογκώδη βιβλία και διάφορα μπουκαλάκια ή κουτάκια με τα υποτιθέμενα φάρμακα.

Οι επιστήμονες γιατροί της εποχής ασκούσαν δριμεία κριτική σε αυτούς και προειδοποιούσαν τον λαό να μην τους εμπιστεύεται. Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Νικολίδης, στο προοίμιο της μελέτης του για τη σύφιλη (1794), υπογραμμίζει ότι σκοπός της έκδοσης του συγγράμματος ήταν να προστατεύσει τους ανθρώπους που νοσούσαν και οι οποίοι «παραδίδονται απλώς και ως έτυχεν εις χέρια τολμηρών και ασυνείδητων τσαρλατάνων ή λωλών γυναικαρίων, από τους οποίους σακατεύονται[6]».

Εμπειρικοί γιατροί

Εμπειρικοί γιατροί ήταν εκείνοι που ασκούσαν λαϊκή ή δημώδη ιατρική και δεν είχαν καμία σχέση με τους αγύρτες και τους τσαρλατάνους.

Ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων (1799-1874) στο έργο του «Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» περιγράφει τη δράση αυτών των γιατρών, και την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών στη διάρκεια του Αγώνα και τονίζει ότι αυτοί «κατά πολύ ωφέλιμοι εγένοντο».

Ο γνωστός περιηγητής Πουκεβίλ τούς ταυτίζει με τους «καλογιατρούς» εσφαλμένα, αφού μπορεί να μην είχαν πτυχίο Ιατρικής όπως οι «καλογιατροί», αλλά δεν είχαν ως στόχο τους την εξαπάτηση των ασθενών. Ήταν πρακτικοί χειρουργοί, μαίες, βοτανολόγοι και άλλοι, οι οποίοι συνέχιζαν μια παράδοση αιώνων και ήταν ενσωματωμένοι στην ελληνική κοινωνία. Ανάμεσά τους σίγουρα υπήρχαν και απατεώνες, όμως στην πλειοψηφία τους προσέφεραν με ευσυνειδησία και αποτελεσματικότητα τις υπηρεσίες τους και κάλυψαν τις ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού για ιατρική φροντίδα σε δύσκολες περιόδους, και προεπαναστατικά και κατά τη διάρκεια του Αγώνα.

Οι μελετητές αναφέρουν ότι δραστηριοποιήθηκαν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μαζί με τους διπλωματούχους γιατρούς, συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά και ότι βρίσκονταν συχνά σε συνεργασία. Ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την άσκηση της χειρουργικής και ήταν ειδικοί στην αντιμετώπιση των πολεμικών τραυμάτων και κακώσεων. Εκτός από την ύπαιθρο ή τους φτωχούς οικισμούς, παρείχαν τις υπηρεσίες τους και στους πλούσιους και μορφωμένους, ακόμα και σε αρχοντικά Οθωμανών αξιωματούχων και στο Παλάτι. Αυτό αποδεικνύει ότι έχαιραν εκτίμησης και ότι οι υπηρεσίες τους αναγνωρίζονταν από όλους.

Οι «κομπογιαννίτες» και οι «βικογιατροί»

Η λέξη «κομπογιαννίτης» παραπέμπει στον αγύρτη – τσαρλατάνο. Η λέξη προέρχεται στο α΄ συνθετικό της από το ρήμα κομπώνω ή «κομβώ» που σημαίνει δένω με μάγια, πλανεύω, εξαπατώ. Συνδέεται όμως, κατά μια άλλη ερμηνεία, και με το ρήμα κομπάζω, δηλαδή καυχησιολογώ, που αποδίδει το επιτηδευμένο ύφος των «καλογιατρών». Σύμφωνα με άλλους συνδέεται με τους κόμπους, αφού τις ρίζες των βοτάνων ή τις φυτικές δρόγες τις φύλασσαν οι εμπειρικοί γιατροί μέσα σε μαντήλια ή υφάσματα δεμένα σε κόμπους.

Ως προς το β΄ συνθετικό συνδέεται η λέξη με το ρήμα γιαίνω, δηλαδή γιατρεύω, θεραπεύω. Κατά άλλους το -γιαννίτης έχει σχέση με την καταγωγή πολλών εμπειρικών γιατρών από τα Ιωάννινα. Γενικά η λέξη έχει υποτιμητική σημασία και αναφέρεται σε όλους τους μη διπλωματούχους γιατρούς, όχι μόνο στους Ηπειρώτες. Τη σημασία αυτή απέκτησε τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν, λανθασμένα, όλοι οι μη διπλωματούχοι γιατροί εξομοιώθηκαν.

Ονομάζονταν επίσης «σακουλαραίοι» ή «ματσακάδες». Ο πρώτος όρος παραπέμπει στον σάκο μέσα στον οποίο μετέφεραν βότανα και φαρμακευτικά υλικά ή κατά άλλους στο γεγονός ότι μετά από εγχειρήσεις κήλης που πραγματοποιούσαν, έπαιρναν ως τρόπαιο τους σάκους που αφαιρούσαν από τους ασθενείς, τους οποίους φούσκωναν και επιδείκνυαν ως δείγμα της ικανότητάς τους. Ο δεύτερος όρος έχει σχέση με ένα χοντρό ραβδί (ματσούκι), που κρατούσαν για να προφυλάσσονται από τις επιθέσεις των σκυλιών και να αμύνονται όταν τους επιτίθεντο οι συγγενείς των ασθενών, σε περίπτωση αποτυχίας ή θανάτου.

Ο όρος «βικογιατρός» από την άλλη, παραπέμπει στους Ηπειρώτες θεραπευτές, οι οποίοι προμηθεύονταν τα βότανα και τις φυτικές δρόγες που μεταχειρίζονταν από τη χαράδρα του Βίκου, γνωστή για την ύπαρξη πληθώρας βοτάνων με μεγάλη φαρμακευτική αξία.

Οι «βικογιατροί» ασκούσαν την ιατρική μακριά από την πατρίδα τους. Για δυο μήνες περίπου, το καλοκαίρι, συνέλεγαν φυτικές δρόγες και προετοίμαζαν διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα. Στη συνέχεια ταξίδευαν σε όλο τον ελλαδικό ή και ευρύτερα βαλκανικό χώρο μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και ασκούσαν τη θεραπευτική τους.

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι και ο τρόπος που μεταξύ τους επικοινωνούσαν, καθώς χρησιμοποιούσαν ένα μυστικό κώδικα λέξεων, ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί από τους άλλους. Με τον τρόπο αυτό η τεχνογνωσία τους έμενε μυστική.

Εκτός από την περιοχή του Ζαγορίου, εμπειρικοί θεραπευτές υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα, αφού η χλωρίδα της ελληνικής υπαίθρου είναι πλούσια, για παράδειγμα στον Όλυμπο, το Πήλιο, τον Παρνασσό, τον Ταΰγετο, τον Ψηλορείτη ή και στον Υμηττό. Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα ευδοκιμούν και σήμερα περίπου 1.000 είδη αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.

Γενικότερα, οι εμπειρικοί γιατροί δραστηριοποιήθηκαν σε όλη την έκταση της ελληνικής επικράτειας και κατά τα χρόνια της Επανάστασης έχουν καταγραφεί 250 ονόματα τους. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς ήταν η οικογένεια Γιατράκου από το Μυστρά, οι οποίοι συμμετείχαν στον Αγώνα και ως πολεμιστές αλλά και ως γιατροί.

Εκπαίδευση εμπειρικών γιατρών – Ιατροσόφια

Οι εμπειρικοί γιατροί ήταν συχνά μέλη της ίδιας οικογένειας και η τέχνη μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο. Βοηθήματα για την εκμάθηση της τέχνης τους ήταν τα «ιατροσόφια», χειρόγραφοι ιατρικοί κώδικες, στους οποίους καταγράφονταν τα νοσήματα, ο τρόπος θεραπείας τους και τα φάρμακα με τον τρόπο παρασκευής και χρήσης. Οι ρίζες τους θα πρέπει να αναζητηθούν στη βυζαντινή περίοδο, όταν στα μοναστήρια για λόγους χρηστικούς αντιγράφονταν αποσπάσματα από έργα αρχαίων και βυζαντινών γιατρών, τα οποία στη συνέχεια απλοποιούνταν για να μπορούν να είναι κατανοητά από τα λαϊκότερα στρώματα.

Μετά την οθωμανική κατάκτηση, κυρίως από τον 16ο αιώνα και εξής, άρχισε να αυξάνεται η παραγωγή των «ιατροσοφίων» και να συνδέονται αυτά άμεσα με τα έργα των αρχαίων και μεσαιωνικών θεραπευτών, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την εποχή εκείνη (Ιπποκράτης, Γαληνός, Διοσκουρίδης, Φίλωνας, Ερασίστρατος κ.ά.). Έτσι αυτοί οι κώδικες διατηρούσαν στη μνήμη του απλού λαού την αρχαία ιατρική γνώση και τη βοτανολογική εμπειρία, εμπλουτισμένη με τη βυζαντινή, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την αρχαιοελληνική ρίζα των ονομάτων των φυτών. Βέβαια, εκτός από τις περιγραφές των νόσων και τις οδηγίες για τη θεραπεία τους, περιέχουν τα περισσότερα ιατροσόφια και στοιχεία μαγείας, φίλτρα, εξορκισμούς κλπ.

Οι εμπειρικοί γιατροί διδάσκονταν συχνά την ιατροφαρμακευτική τέχνη σε σχολεία που λειτούργησαν στη χώρα. Ένα τέτοιο σχολείο ήταν το Σχολείο Επιστημών Ιατρικής που ίδρυσε ο Ανάργυρος Πετράκης το 1812 στην Αθήνα, στο οποίο δίδαξε ο περίφημος ιατροφιλόσοφος  μοναχός Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός, διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Πίζας. Στην Κέρκυρα διδάσκονταν στοιχεία Ιατρικής και Μαιευτικής. Στην Ιόνιο Ακαδημία λειτούργησε από το 1824 έως το 1827 Ανωτέρα Ιατρική Σχολή, ενώ στον Μυστρά υπήρχε Σχολείο Ιατροχειρουργικής από τον εμπειρικό γιατρό Παναγιώτη Γιατράκο. Στο σχολείο αυτό εκπαιδεύτηκαν στην ιατρική και επείγουσα χειρουργική όχι μόνο οι πέντε αδελφοί Γιατράκου αλλά και άλλοι εμπειρικοί γιατροί που πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα.

Στη Χίο από τον 16ο αιώνα διδάσκονταν οι θετικές επιστήμες, η φιλοσοφία και ιδιαιτέρως η ιατρική, δηλαδή πρακτικά μαθήματα ιατρικής, με τα οποία εκπαίδευαν τους μαθητές οι επιστήμονες που είχαν σπουδάσει Ιατρική στην Ιταλία.

Όλοι αυτοί οι εμπειρικοί γιατροί για να πιστοποιήσουν την τέχνη τους έπαιρναν έγγραφα από τους επιστήμονες γιατρούς, που πιστοποιούσαν τις γνώσεις τους τα οποία χρησιμοποιούσαν για να αποδείξουν ότι γνώριζαν Ιατρική.

Οι εμπειρικοί γιατροί κατά τα προεπαναστατικά χρόνια και κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης πραγματοποίησαν μια σημαντική δραστηριότητα προστασίας της δημόσιας υγείας, εφαρμόζοντας τον δαμαλισμό, δηλαδή τον εμβολιασμό κατά της μάστιγας της ευλογιάς. Ο πρώτος που διενήργησε δαμαλισμό ήταν ο εμπειρικός γιατρός Γεώργιος Αλβέρτης από την Τήνο, ο οποίος είχε διδαχθεί τη μέθοδο από τον γιατρό Ραζή στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλβέρτης εφάρμοσε τον εμβολιασμό για ευλογιά στην Ύδρα, όπου κλήθηκε από την οικογένεια Γεωργίου Βούλγαρη για να εμβολιάσει τα παιδιά. Από το 1805 έως το 1837 ο Αλβέρτης πραγματοποίησε εμβολιασμούς για ευλογιά συνολικά σε 24.082 παιδιά.

Από όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι η πλειονότητα των πρακτικών γιατρών ήταν άτομα υψηλού ήθους, ανιδιοτελείς, με βαθύ αίσθημα αλτρουισμού. Μεταξύ αυτών ήταν πολλοί ιερωμένοι και μοναχοί, διάσημοι για τις ιατρικές γνώσεις τους. Για τις γνώσεις τους, ιδιαίτερα στη χειρουργική περιποίηση των τραυμάτων και στην ανάταξη καταγμάτων, είχαν τον τίτλο του ιατροχειρουργού και έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από τους απλούς πολίτες, οι οποίοι συχνά τους προτιμούσαν από τους επιστήμονες γιατρούς, που ήταν και δυσεύρετοι.

Γιάτραινες ή μαίες

Οι γιάτραινες ή γιάτρισσες ήταν γυναίκες θεραπεύτριες, οι οποίες μπορούσαν να θεραπεύουν διάφορες παθήσεις, ήταν όμως περισσότερο κατάλληλες για γυναίκες ασθενείς ή άρρωστα παιδιά, αφού λόγω των ηθών της εποχής οι άντρες γιατροί δεν επιτρεπόταν να εξετάσουν τις γυναίκες. Γνωστές γιάτραινες ήταν η Μαρία Κανάρη, μάνα του γνωστού πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη, η Ελένη Παγκάλου από την Κέα, η Πολυξένη Καβάκου από τη Μάνη και πολλές άλλες.

Οι γιάτραινες ήταν κυρίως εξειδικευμένες στη μαιευτική (το πρώτο μαιευτήριο συστάθηκε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1830). Οι μαίες ήταν μεγάλες σε ηλικία γυναίκες που φρόντιζαν για την προετοιμασία της επιτόκου, αναλάμβαναν να φέρουν εις πέρας τη διαδικασία του τοκετού και φρόντιζαν μετά για τη λεχώνα και το νεογνό. Για να αποφύγουν μολύνσεις ή να σταματήσουν αιμορραγίες χρησιμοποιούσαν βρασμένο νερό, αλάτι και καθαρά ρούχα, γιατί, εάν δεν τηρούνταν οι απαραίτητοι κανόνες καθαριότητας και αντισηψίας, ο κίνδυνος για τις γυναίκες ήταν πολύ μεγάλος.

Για τον τοκετό χρησιμοποιούσαν ειδικές καρέκλες και για τη μετακίνηση του εμβρύου ή την έξοδο του πλακούντα το ταρακούνημα ή σείσιμο της επιτόκου ή λεχώνας, ενώ παράλληλα γνώριζαν και εφάρμοζαν τα σύμφωνα με θρησκευτικές δοξασίες, προλήψεις ή δεισιδαιμονίες. Επίσης έκαναν χειρουργικές επεμβάσεις για αποκατάσταση τραυμάτων και ορθοπεδικά προβλήματα.

Μια ιδιαίτερη κατηγορία εμπειρικών γιατρών, ανδρών, ήταν οι εμπειρικοί χειρουργοί, που επιδίδονταν σε χειρουργικές επεμβάσεις, με πιο συνηθισμένη αυτή της βουβωνοκήλης. Επίσης έκαναν επεμβάσεις καταρράκτη και λιθοτομίες, δηλαδή χειρουργικές επεμβάσεις λίθων από την ουροδόχο κύστη. Οι εμπειρικοί γιατροί ονομάζονταν και τζιράχηδες ή τζιρόικοι (από το τουρκικό σεράχ, που σημαίνει χειρουργός). Αυτοί δεν είχαν καμία σχέση με τσαρλατάνους και αγύρτες, οι οποίοι δεν αναλάμβαναν χειρουργικές επεμβάσεις ή αποκατάσταση τραυμάτων.

Όσον αφορά τη θεραπεία καταγμάτων, για την ακινητοποίησή τους τοποθετούσαν στην περιοχή με το σπασμένο οστό ένα παχύρρευστο μείγμα – έμπλαστρο, το οποίο έπηζε, και  γινόταν στερεό,  λειτουργούσε δηλαδή όπως ο σημερινός γύψος. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν ασπράδι αυγού, λάδι, ρακή, τριμμένο σαπούνι, μαστίχα, λιβάνι, τριμμένο κεραμίδι ή μάρμαρο μαζί με μαλλιά προβάτου, για να παρασκευάσουν το μείγμα που λεγόταν ανακόλλι ή οστεόκολλα. Χρησιμοποιούσαν επίσης ορειχάλκινους νάρθηκες και στέρεη φλούδα δέντρων για να δένουν τα κατάγματα. Σε περιπτώσεις κακώσεων των μυών έβαζαν βούτυρο και προβιά, ενώ για τους μώλωπες και τα οιδήματα, επιθέματα με βότανα και αλάτι (από εδώ η παροιμία «τον έκανε του αλατιού»).

Για την επίδεση τραυμάτων χρησιμοποιούσαν ταινίες υφάσματος και για την αιμορραγία καυτηριασμό με πυρακτωμένο σίδερο, ενώ για τον έλεγχο των αιμοπτύσεων τραυμάτων του θώρακα χορηγούσαν ζεσταμένο κρασί ανακατεμένο με κοινό βούτυρο. Οι θεραπευτές επίσης, αφού καθάριζαν τα τραύματα με κρασί ή ρακή, έβαζαν επουλωτικές αλοιφές με αυγό και λάδι ή βούτυρο, κηραλοιφές, κρασί ή ρακή ή επουλωτικές φυτικές δρόγες. Συχνά στις αλοιφές εμπότιζαν κομμάτι υφάσματος ή πολλά νήματα μαζί και τα τοποθετούσαν πάνω στο τραύμα ως έμπλαστρο. Για την καθημερινή περιποίηση των τραυμάτων καθάριζαν τη πληγή με ρακή, κρασί ή ξύδι, και στη συνέχεια έβαζαν τα επουλωτικά παρασκευάσματα και τα έδεναν με καθαρά πανιά.

Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους γιατρούς, οι οποίοι σε περιπτώσεις μόλυνσης κατέφευγαν άμεσα σε ακρωτηριασμό για να αποφευχθεί η γάγγραινα, οι Έλληνες εμπειρικοί θεραπευτές ακολουθούσαν τακτικές με τις οποίες προσπαθούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες ασηψίας και να σώσουν τα τραυματισμένα μέλη.

Αλλες θεραπευτικές μέθοδοι

Οι πιο διαδεδομένες και αποδεκτές διαδικασίες θεραπείας για πολλές ασθένειες ήταν η αφαίμαξη και η αποκάθαρση του πεπτικού συστήματος, οι οποίες έχουν την αφετηρία τους στα αρχαία χρόνια, αλλά χρησιμοποιούνταν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέχρι τον 20ο αιώνα.

Η καθιέρωση της πρακτικής των αφαιμάξεων συνδέεται με τη θεωρία του Ιπποκράτη για τους τέσσερις χυμούς (αίμα, φλέγμα, κίτρινη χολή, μέλαινα χολή), από τους οποίους αποτελείται το ανθρώπινο σώμα και την ανάγκη εξισορρόπησής τους. Έτσι η ασθένεια εθεωρείτο ως πλεόνασμα κάποιου χυμού, που έπρεπε να αφαιρεθεί για να επανέλθει η ισορροπία του οργανισμού.

Η αφαίμαξη γινόταν με φλεβοτομία, τοποθέτηση βδελλών και αιματηρές βεντούζες. Κατά την πρώτη τρυπούσαν τη φλέβα με ένα αιχμηρό αντικείμενο (π.χ. ξυράφι), ώστε να τρέξει η αναγκαία ποσότητα αίματος, και στη συνέχεια έδεναν την τομή, για να σταματήσει η αιμορραγία. Όταν χρησιμοποιούσαν βδέλλες, τις τοποθετούσαν στα μέρη του σώματος που έπασχαν και αυτές ρουφούσαν το αίμα. Οι βεντούζες πάλι εφαρμόζονταν στα σημεία του σώματος που είχαν χαραχτεί με ξυράφι, με σκοπό την άντληση αίματος.

Η μέθοδος αυτή εφαρμοζόταν άλλοτε για να περιοριστεί η εξάπλωση της ασθένειας και άλλοτε, συνήθως την άνοιξη, προληπτικά, με στόχο την ανανέωση του οργανισμού. Με τη φλεβοτομή επιτυγχανόταν η ανανέωση του αίματος και η πτώση της αρτηριακής πίεσης, εάν όμως εφαρμόζονταν συχνά, οδηγούσε σε αποδυνάμωση του οργανισμού.

Άλλη κοινή ιατρική θεραπεία ήταν η αποκάθαρση του πεπτικού συστήματος, είτε με τη χρήση καθαρτικών φαρμάκων, είτε με υποκλυσμό. Καθαρτική δράση είχαν το ρετσινόλαδο, το καστορέλαιο, η τρυγία από το κατακάθι του κρασιού, η αλόη και άλλα. Για τον υποκλυσμό χρησιμοποιούσαν ελαιούχα ή αλατούχα υγρά, τα οποία διοχέτευαν στο ορθό. Αυτές οι μέθοδοι χρησιμοποιούνταν για την αντιμετώπιση διαταραχών του πεπτικού συστήματος, αλλά και γενικότερα, με σκοπό την αποτοξίνωση του οργανισμού μέσω της απομάκρυνσης των παθογόνων μικροβίων, άρα την υγεία.

Συχνά επίσης εφάρμοζαν την τακτική της δημιουργίας μιας τεχνητής πληγής, ώστε να παράγεται πύον. Η τακτική αυτή στηριζόταν στην άποψη ότι, όταν αποβάλλεται κάποια βλαβερή ουσία από τον οργανισμό, η υγεία βελτιώνεται. Για το σκοπό αυτό χάραζαν με ξυράφι το δέρμα και έβαζαν μέσα ξερό μπιζέλι ή στραγάλι ή ερέθιζαν το τραύμα με μια βελόνα στην οποία είχαν περάσει κλωστή ή βαμβακερή ταινία και την οποία περνούσαν και έσυραν κάτω από το δέρμα, ή έβαζαν ένα είδος έμπλαστρου με ερεθιστικές ουσίες, όπως κονιορτοποιημένα έντομα ή άργιλο.

Νοσοκομειακή περίθαλψη κατά την Επανάσταση

 

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης μοναστήρια διάσπαρτα σε όλο τον ελληνικό χώρο λειτούργησαν ως κέντρα νοσοκομειακής περίθαλψης. Πολλά από αυτά ήταν τόποι συνάντησης και ορμητήρια των οπλαρχηγών, κέντρα εφοδιασμού, αποθήκευσης πυρομαχικών και χώροι μεταφοράς των τραυματιών.

Τα σημαντικότερα για τα οποία υπάρχουν καταγεγραμμένες πληροφορίες για την παροχή ιατρικής και νοσηλευτικής περίθαλψης σε αμάχους και αγωνιστές ήταν:

Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα: υπήρξε από την αρχή ως το τέλος της Επανάστασης το μόνιμο νοσοκομείο για τους τραυματίες, κυρίως από τις περιοχές της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Στο μοναστήρι, ο ηγούμενος Γρηγόριος ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία και περίφημος εμπειρικός γιατρός, με αποτέλεσμα να μετατρέψει τη Μονή σε νοσοκομείο. Εκεί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους και οι γιατροί της Αθήνας Ανάργυρος Πετράκης και Αθανάσιος Ζωγράφος.

Μονή Ομπλού Αχαΐας, όπου μεταφέρθηκαν οι τραυματίες στις μάχες κατά την πολιορκία του κάστρου της Πάτρας.

Μονή Παναγίας Μαρδακίου Λακωνίας, από όπου ξεκίνησαν οι αγωνιστές για την κατάληψη της Καλαμάτας.

Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων Αχαΐας, η οποία υπήρξε ορμητήριο αλλά και νοσοκομείο για τους αγωνιστές από την Πελοπόννησο.

Μονή Ταξιαρχών Αχαΐας, όπου υπήρχε το «Γενικό Φροντιστήριο», δηλαδή οι κεντρικές αποθήκες εφοδιασμού, λειτουργούσε όμως και ως χώρος περίθαλψης.

Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού Κορινθίας.

– Μονή Προδρόμου Δημητσάνας Αρκαδίας.

– Μονή Κάτω Αγίου Γεωργίου Άργους.

– Μονή Προφήτη Ηλία Αστακού Αιτωλοακαρνανίας.

– Μονή Θεοτόκου Νεμέας (Παναγίας του Βράχου).

– Μονή Κουτσουρού Βιτρινίτσας Δωρίδας.

– Μονή Προδρόμου Καστρί Αρκαδίας: το μοναστήρι αυτό λειτούργησε και ως νοσοκομείο και για τους αμάχους του Μοριά, στο οποίο μάλιστα νοσηλεύτηκε το 1826 και ο τραυματισμένος φιλέλληνας Γεώργιος Ζέρβης.

– Μονή Παναγίας Προυσού Ευρυτανίας, στο οποίο νοσηλεύτηκε ο Καραϊσκάκης, εκεί μεταφέρθηκαν οι τραυματισμένοι Σουλιώτες μετά τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο το 1823 και η σορός του Μάρκου Μπότσαρη, ο οποίος τραυματίστηκε ηρωικά στη συγκεκριμένη μάχη.

Μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας, που λειτουργούσε ως νοσοκομείο ήδη από τον 17ο αιώνα και από εκεί ξεκίνησε ο Αθανάσιος Διάκος τον αγώνα στη Βοιωτία.

Μονή Οσίου Σεραφείμ (Δομβούς) Βοιωτίας.

Μονή Ψαρών, όπου δημιουργήθηκε νοσοκομείο για τους τραυματίες ναυτικούς και τους πολυάριθμους πρόσφυγες από τις Κυδωνίες και τη Χίο, που είχαν καταφύγει στα Ψαρά.

Μονή Ευαγγελίστριας Σκιάθου.

Μονή Οξιάς (Αγίου Γεωργίου) Μαυρομμάτι Καρδίτσας.

Μονή Βράχας (Παναγιάς της Πελεκητής) Καρίτσα Αγράφων, όπου επίσης νοσηλεύτηκε ο ασθενής Καραϊσκάκης.

Μονή Κανδήλας (Κοιμήσεως Θεοτόκου) Μαντινείας, όπου ο ηγούμενος Καλλίνικος ήταν διάσημος εμπειρικός γιατρός και ικανότατος χειρουργός.

Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου (Λέχωβας) Κορινθίας.

– Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Κυνουρίας.

– Μονή Αγίου Νικολάου Πέτρας Βοιωτίας.

– Μονή Ιερουσαλήμ Βοιωτίας.

– Μονή Προφήτη Ηλία Χρυσού Φωκίδας.

– Μονή Αγίας Τριάδας Σαρανταπόρου.

– Μονή Παναγίας Μαλεβής Άστρους Κυνουρίας.

– Μονή Αγίου Νικολάου Καστάνιτσας Κυνουρίας.

– Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου (Βουλκάνου) Ιθώμης Μεσσηνίας.

Υπάρχει αναφορά σε ιστορικές πηγές ότι τα ελληνικά μοναστήρια χρησιμοποιήθηκαν ως νοσοκομεία και από τους Τούρκους (Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1837», τόμος 1ος, σελ. 228).

Νοσοκομεία κατά την Επανάσταση

Εκτός από τα μοναστήρια, νοσοκομεία για τους τραυματίες και ασθενείς αγωνιστές δημιουργήθηκαν σε διάφορες περιοχές της επαναστατημένης Ελλάδας. Χρησιμοποιώντας τον όρο «νοσοκομεία», αναφερόμαστε σε χώρους όπου συγκέντρωναν τους τραυματίες για να έχουν περίθαλψη. Δεν υπήρχαν μόνιμες εγκαταστάσεις, ούτε επαρκές φαρμακευτικό ή υγειονομικό υλικό. Οι χώροι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν σπίτια, καλύβες, αποθήκες, στάβλοι, δεν υπήρχαν κρεβάτια ή στρώματα και οι γιατροί ήταν λίγοι. «Νοσοκομεία» ονόμαζαν και τους χώρους των στρατοπέδων όπου μεταφέρονταν οι τραυματίες και οι ασθενείς.

Με εξαίρεση τα νοσοκομεία στο Ναύπλιο και τη Σύρο, που λειτούργησαν σε μόνιμη βάση, τα υπόλοιπα ήταν προσωρινά και λειτούργησαν, κυρίως, όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν. Η περίθαλψη που παρεχόταν ήταν και ιατρική και φαρμακευτική, ενώ γίνονταν και εγχειρήσεις. Οι καταστάσεις με φάρμακα και ιατρικό υλικό που ζητούσαν οι γιατροί από τη Διοίκηση αποτελούν απόδειξη της ιατρικής φροντίδας που παρεχόταν, παρά τα πενιχρά μέσα. Σ’ αυτά οι επιστήμονες γιατροί και οι εμπειρικοί χειρουργοί συνεργάστηκαν, συμπληρώνοντας οι μεν τους δε, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούσαν βοηθητικό προσωπικό. Σε διάφορα έγγραφα που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχουν αναφορές σε έξοδα για τα «σπιτάλια» (νοσοκομεία).

Μόνιμο πρόβλημα σε όλο τον Αγώνα ήταν η ανεπάρκεια πόρων (χρημάτων, όπλων, πυρομαχικών, εφοδίων, τροφίμων). Έτσι τα μαχόμενα σώματα στην ξηρά, όπως και τα πλοία του στόλου εκστράτευαν κατά του εχθρού με ελάχιστα εφόδια. Στα νοσοκομεία που δημιουργήθηκαν για τους τραυματίες ήταν συχνή η έλλειψη των αναγκαίων φαρμάκων, υγειονομικού υλικού και κλινοσκεπασμάτων. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες: πείνα, στερήσεις, κακουχίες, ελλείψεις, ψείρες. Παρ’ όλα αυτά, στο μέτρο του δυνατού, τα νοσοκομεία προσέφεραν ιατρική και νοσηλευτική βοήθεια στους αγωνιστές.

Συγκινητική περιγράφεται στα απομνημονεύματα των αγωνιστών η φροντίδα που κατέβαλαν οι πολεμιστές προκειμένου να σώσουν τους τραυματισμένους συμπολεμιστές τους και να τους μεταφέρουν σε ασφαλή μέρη, στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό. Επίσης, στα αρχεία του Αγώνα υπάρχει πλήθος εγγράφων, καθώς και επίσημες αποφάσεις της Διοίκησης, που μαρτυρούν τις προσπάθειες για οικονομική και ηθική υποστήριξη στους τραυματίες και τους αναπήρους πολέμου.

Τα σημαντικότερα προσωρινά νοσοκομεία τα οποία λειτούργησαν, με βάση τις πρωτογενείς πηγές, είναι τα παρακάτω:

Νοσοκομείο Πάτρας

Στην Πάτρα η Eπανάσταση άρχισε στις 23 Μαρτίου 1821. Ένας από τους πρωταγωνιστές της ήταν ο Νικόλαος Γερακάρης, ο οποίος είχε σπουδάσει ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας και προεπαναστατικά ασκούσε το επάγγελμα του φαρμακοποιού στην Πάτρα. Αυτός, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του φρουρίου της Πάτρας, σύστησε νοσοκομείο για τους μαχητές σε μια οικία κοντά στο Αγγλικό Προξενείο.

Το νοσοκομείο αυτό, αν και λειτούργησε λίγες μέρες, ήταν το πρώτο που δημιουργήθηκε κατά την Επανάσταση στον Μοριά και γενικότερα στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Νοσοκομείο Μονεμβασιάς

Ο εμπειρικός γιατρός Απόστολος Αλεξάκης ή Γιατράκος από τα Λεβέτσοβα (Κροκεές) της Λακωνίας σύστησε νοσοκομείο στη Μονεμβασιά, στην αρχή της Επανάστασης. Προεπαναστατικά ήταν διάσημος για τις ιατρικές και χειρουργικές του ικανότητες και συμμετείχε ως γιατρός πλοίου, στα ταξίδια των εμπορικών πλοίων των Σπετσών. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προσέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά στον Αγώνα.

Συμμετείχε με το στόλο των Σπετσών στην πολιορκία της Μονεμβασιάς ως αρχιχειρουργός και μετά την κατάληψή της ίδρυσε εκεί νοσοκομείο για τους τραυματισμένους αγωνιστές, στο οποίο παρείχε τις υπηρεσίες του δωρεάν.

Νοσοκομείο Μυστρά

Ο εμπειρικός γιατρός Ηλίας Γιατράκος οργάνωσε στον Μυστρά νοσοκομείο για τους τραυματισμένους αγωνιστές. Το νοσοκομείο αυτό λειτούργησε από το 1821 έως το 1823. Εκεί περιέθαλψε ο Γιατράκος 140 τραυματίες, πολλοί από τους οποίους είχαν σοβαρά τραύματα. Κατάρτισε καταλόγους των τραυμάτων ανάλογα με την περιοχή του σώματος που είχε προσβληθεί, όπως και τον χρόνο αποθεραπείας, από τους οποίους φαίνεται και η εγχειρητική δεινότητα του Ηλία Γιατράκου.

Νοσοκομείο Βυτίνας

Ο εμπειρικός γιατρός Νικόλαος Θεοφιλόπουλος από τη Βυτίνα οργάνωσε στο σπίτι του νοσοκομείο και παρείχε τις υπηρεσίες του στους τραυματίες και ασθενείς, χωρίς αμοιβή. Στο νοσοκομείο αυτό νοσηλεύτηκαν πολυάριθμοι αγωνιστές και αναφέρεται και στα Απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη. Ο Θεοφιλόπουλος ήταν από τους πιο διάσημους εμπειρικούς γιατρούς της Επανάστασης, υπηρέτησε στο ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα που ακολουθούσε τον Κολοκοτρώνη, καθώς και σε πολλά άλλα στρατόπεδα. Το νοσοκομείο καταστράφηκε το 1825 από τον Ιμπραήμ, όταν κατέλαβε τη Βυτίνα.

Επειδή, μετά την καταστροφή των σπιτιών του από τον Ιμπραήμ, ο Θεοφιλόπουλος  έμεινε χωρίς πόρους ζωής, ζήτησε από την κυβέρνηση, το 1826, να του πληρώσει την αξία των φαρμάκων και των τροφών που χορήγησε στους ασθενείς και τους τραυματίες. Αναφέρει χαρακτηριστικά στην αίτησή του: «Δεν έλαβα οβολόν δια τους τόσους κόπους μου, δια τα ιατρικά μου και έξοδά μου και δια την ζωοτροφίαν (διατροφή) των πληγωμένων και ασθενών, τους οποίους έχων εις νοσοκομεία έτρεφον εξ ιδίων μου». Στο κατάστιχο με τα έξοδα για τα φάρμακα και τις τροφές που διέθεσε στους τραυματίες αναγράφονται περισσότεροι από 300 τραυματίες και ασθενείς που στάλθηκαν από διάφορους οπλαρχηγούς στον Θεοφιλόπουλο. Το συνολικό ποσό που κατέβαλε ανερχόταν στα 32.475 γρόσια! Πέθανε πάμπτωχος το 1860.

Νοσοκομείο Τριπολιτσάς

Μετά την άλωση της πόλης (Σεπτέμβριος 1821), οι τραυματίες και οι ασθενείς νοσηλεύτηκαν σε προσωρινό νοσοκομείο. Σ’ αυτό υπηρέτησαν ο Γάλλος στρατιωτικός γιατρός Πιερό Ντόμα και ο εμπειρικός φαρμακοποιός Σπύρος Γεωργίου.

Νοσοκομείο Μεσολογγίου

Στα πρόσκαιρα νοσοκομεία, που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πολιορκούμενης πόλης και περιέθαλψαν μαχητές και αμάχους, εργάστηκαν πολυάριθμοι πτυχιούχοι και εμπειρικοί γιατροί, Έλληνες και φιλέλληνες.

Ο Ελβετός φαρμακοποιός Μάγερ οργάνωσε φαρμακείο και μικρό νοσοκομείο για την περίθαλψη των αγωνιστών. Το φαρμακείο ήταν πολύ καλά εφοδιασμένο με φάρμακα και υγειονομικό υλικό. Στο νοσοκομείο υπήρχε η στοιχειώδης υποδομή για την παροχή νοσηλευτικών υπηρεσιών σε τραυματίες και ασθενείς. Εκτός από αυτόν, ο ολλανδικής καταγωγής γιατρός Τζούλιαν Μίλιγκεν, με εφόδια και χρήματα από το αγγλικό φιλελληνικό κομιτάτο, οργάνωσε νοσοκομείο – θεραπευτήριο το 1824, ενώ την ίδια χρονιά ο προσωπικός γιατρός του Μπάιρον, ο Ιταλός Μπρούνο, δημιούργησε ιατρείο και μικρό νοσοκομείο για να παρέχει ιατρικές και χειρουργικές υπηρεσίες.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας οργανώθηκε από το γιατρό Λουκά Βάγια νοσοκομείο για τους τραυματίες, με μεγάλες ελλείψεις όμως σε κλινοσκεπάσματα και υγειονομικό υλικό. Μέχρι την Έξοδο, λειτουργούσε υποτυπωδώς νοσοκομείο για τους τραυματίες και τους ασθενείς, στο οποίο οι ιατρικές υπηρεσίες παρείχαν οι διπλωματούχοι και εμπειρικοί γιατροί της φρουράς, περισσότεροι από 30. Ανάμεσά τους οι Κερκυραίοι γιατροί Θερειανός και Μαυρίκιος Βικέντιος Ρωμάνος, ο γιατρός Κωνσταντίνος Ράζης ή Ραζικότσικας από το Μεσολόγγι, ο γιατρός Νικόλαος Νίκας από τα Νεζερά, ο γιατρός Σταμούλης Μαυρομμάτης από το Μεσολόγγι, ο εμπειρικός γιατρός Ματθαίος Αντωνίου από τους Δελφούς, οι εμπειρικοί γιατροί Χρήστος και Φώτης Αντωνίου από την Αιτωλοακαρνανία, ο Αθανάσιος Γκέκας από τη Δωρίδα, ο Νικόλαος Κωνσταντίνου από την Κέρκυρα και ο Συνέσιος Χατζόπουλος από το Μεσολόγγι.

Κατά την πολιορκία και την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου έδωσαν τη ζωή τους οι γιατροί Παύλος Σιδέρης και Γεώργιος Σιδέρης και οι εμπειρικοί γιατροί Βασίλειος Βονιτζάνος, Γρηγόρης Δούκας Τσιάπας, Νικόλαος Κυνοφάγος και Γεώργιος Κονταξής, επικεφαλής των χειρουργών της φρουράς.

Κυρίαρχη μορφή υπήρξε όμως ο γιατρός Πέτρος Στεφανίτσης από τη Λευκάδα, ο οποίος προσέφερε ιατρικές υπηρεσίες, αλλά συμμετείχε παράλληλα και στην άμυνα της πόλης. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του οι Μεσολογγίτες τον ονόμασαν τον Δεκέμβριο του 1825 «πολίτη της πόλης». Για τον Στεφανίτση είπε ο Νότης Μπότσαρη: «Ιδού ο αξιότερος όλων! Αυτός έκαμε όσα δεν εκάμαμεν ημείς όλοι. Επολέμα και ιάτρευεν». Μετά την Έξοδο, υπηρέτησε στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Ναυπλίου μέχρι την Καποδιστριακή εποχή.

Νοσοκομείο Ακροκορίνθου

Προσωρινό νοσοκομείο λειτούργησε και στο φρούριο του Ακροκορίνθου, όπου διορίστηκε το 1824 ο εμπειρικός γιατρός Αντώνιος Μαυρογιάννης από την Πάργα. Επειδή όμως ήρθε σε προστριβές με στρατιώτες, αποχώρησε σύντομα. Μετά την αποχώρησή του διορίστηκαν οι εμπειρικοί γιατροί Γρηγόριος Καρακώστας και Κωνσταντίνος Βάλβης, ο οποίος, πριν μεταβεί στο φρούριο το 1825, ζήτησε από τη Διοίκηση να εφοδιαστεί με τα κατάλληλα φάρμακα και χειρουργικά εφόδια.

Δημοτικό Νοσοκομείο Σύρου

Το Δημοτικό Νοσοκομείο της Σύρου δημιουργήθηκε από πρόσφυγες, οι οποίοι συνέχισαν την παράδοση των ελληνικών νοσοκομείων που είχαν ιδρυθεί στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι πρόσφυγες, καταγόμενοι από τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες, τη Χίο, τα Ψαρά ή την Κάσο, κατέβαλαν συντονισμένες προσπάθειες ώστε να δημιουργηθεί νοσοκομείο για τις ανάγκες τους.

Αρχικά νοικιάστηκαν σπιτάκια, «σπιτάλια», στα οποία εργάζονταν εθελοντικά πρόσφυγες που ήταν γιατροί, όπως ο γιατρός από τη Θράκη Εμμανουήλ Κασσιμάκης. Λόγω όμως της συνεχούς αύξησης του αριθμού των προσφύγων και της ανάγκης περίθαλψης τραυματιών που προέρχονταν από διάφορα πολεμικά μέτωπα, με πρωτοβουλία των Χίων προσφύγων, το 1825 άρχισε η κατασκευή του Δημοτικού Νοσοκομείου Σύρου, που ολοκληρώθηκε το 1826 και αποτέλεσε το πρώτο οργανωμένο νοσοκομείο το οποίο χτίστηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Πρώτος γιατρός ήταν ο Σμυρνιός Μιχαήλ Ναντής, με βοηθό τον εμπειρικό χειρουργό Αθανάσιο Ανδρόνικο, από το Αϊβαλί. Το προσωπικό του αποτελείτο από τον γιατρό, τον εμπειρικό χειρουργό, τον φαρμακοποιό, τον επιστάτη, τον ιερέα και άτομα που παρείχαν νοσηλευτικές υπηρεσίες. Για τη συντήρησή του, η κυβέρνηση πρότεινε να επιβάλουν φόρο στα εισαγόμενα εμπορεύματα, που μεταφέρονταν από τα πλοία στο λιμάνι της Σύρου.

Το Νοσοκομείο της Σύρου δεν δεχόταν μόνο πρόσφυγες ή κατοίκους του νησιού αλλά κάθε ασθενή ή τραυματία, ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκευτικό δόγμα ή μόνιμη κατοικία. Γι’ αυτό υπήρξε σημαντικό στήριγμα και καταφύγιο για εκατοντάδες αγωνιστές και αμάχους.

Νοσοκομεία του Ναυπλίου

Ι. Η Φιλανθρωπική Εταιρεία Ναυπλίου, που δημιουργήθηκε το 1824, στο πλαίσιο του φιλανθρωπικού της έργου για την εκπαίδευση και περίθαλψη πτωχών, ασθενών, χηρών και ορφανών, δημιούργησε νοσοκομείο για τους πρόσφυγες και τους φτωχούς, μέχρι το 1826, όταν η συντήρησή του περιήλθε στην κυβέρνηση.

ΙΙ. Στο Ναύπλιο, από την αρχή του Αγώνα είχε εγκατασταθεί η Διοίκηση, ενώ εκεί συνέρρεαν πρόσφυγες από διάφορα μέρη. Από νωρίς λοιπόν, λόγω των αυξημένων αναγκών, η ανάγκη για την ίδρυση νοσοκομείου ήταν επιτακτική. Από το Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1823 λειτούργησε νοσοκομείο για τους τραυματισμένους στρατιώτες σε κάποιο οίκημα του Ναυπλίου, όπου εργάστηκε και ο Γερμανός φιλέλληνας γιατρός Φρίντριχ Μπογιού. Το νοσοκομείο έπαυσε τη λειτουργία του λόγω έλλειψης πόρων.

Από έγγραφα της Διοίκησης και αναφορές των αγωνιστών, φαίνεται ότι έγιναν διάφορες άκαρπες προσπάθειες, το 1824 όμως, οι Ζακυνθινοί Φιλικοί ήρθαν σε επαφή με τον Ψαριανό Ιωάννη Βαρβάκη, που βρισκόταν στο Ναύπλιο, ο οποίος ανέλαβε τα έξοδα για τον εξοπλισμό και τη συντήρησή του. Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή ναυάγησε λόγω των εμφύλιων συγκρούσεων.

Τελικά το Νοσοκομείο του Ναυπλίου ανασυστάθηκε μετά τον Αύγουστο του 1824, το οποίο, με μικρές διακοπές λόγω οικονομικών προβλημάτων, λειτούργησε σχετικά μόνιμα κατά την Επανάσταση, παρέχοντας ιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες σε τραυματίες και ασθενείς. Στο Νοσοκομείο Ναυπλίου υπηρέτησαν ως ιατρικός προσωπικό ή ως επίτροποι, δηλαδή διευθυντές, οι Νικόλαος Γερακάρης, Ερρίκος Τράιμπερ, Πέτρος Περόγλου, Λουκάς Βάγιας, Σάμιουελ Χάου, Δημήτριος Δεσύλλας, Αλβέρτος Φραγκίσκος Μπρούνο και Πέτρος Στεφανίτσης. Επίσης, υπηρέτησαν ο Μάρκος Ντούρης, εμπειρικός χειρουργός από το Χέλι Αργολίδος και ο Σπυρίδων Γεωργίου, εμπειρικός φαρμακοποιός.

Οι μεγάλες δυσκολίες για τη συντήρηση του νοσοκομείου αποδεικνύονται και από τα πολυάριθμα έγγραφα των αρχείων, στα οποία αναφέρονται αποφάσεις της Διοίκησης για τη δημιουργία σταθερών οικονομικών εσόδων από παρακράτηση ποσοστού από τους μισθούς, την καταβολή προσόδων από τα νησιά του Αιγαίου, εισφορές από τα σταυροπηγιακά μοναστήρια, μέρος των εσόδων των τελωνείων, περιφορές δίσκων στις εκκλησίες. Οι αποφάσεις της Διοίκησης όμως δεν εφαρμόστηκαν, λόγω της αδυναμίας της ως προς την επιβολή τους .

Νοσοκομείο Πόρου

Το 1827, ύστερα από ενέργειες του Ελβετού γιατρού Αντρέ Λουί Γκος, δημιουργήθηκε στον Πόρο πολεμικός ναύσταθμος, όπου ο Γκος οργάνωσε ένα φαρμακείο και ένα μικρό νοσοκομείο αποκλειστικά για τραυματίες του στόλου. Το 1827, από Αμερικανούς Φιλέλληνες που βρίσκονταν στην Ελλάδα, ιδιαίτερα από τον γιατρό Χάου, με χρήματα και εφόδια του Αμερικάνικου κομιτάτου ιδρύθηκε στον Πόρο νοσοκομείο. Διευθυντής του αμερικανικού νοσοκομείου Πόρου διετέλεσε ο Αμερικανός γιατρός Τζον Ρας, ο οποίος ανέλαβε και την οικονομική διαχείριση των βοηθημάτων από τα φιλελληνικά κομιτάτα της Αμερικής, μετά την αναχώρηση του Χάου για την Αμερική. Στα τέλη του 1828 το αμερικάνικο νοσοκομείο του Πόρου σταμάτησε να λειτουργεί ελλείψει πόρων.

Τα βραχύβια νοσοκομεία του Πόρου, που δημιουργήθηκαν από τον Γκος και τον Χάου, δεν κάλυψαν τις ίδιες νοσηλευτικές ανάγκες. Στο μεν πρώτο, ο Ελβετός γιατρός είχε λάβει ρητή εντολή από το κομιτάτο της Ελβετίας να χρησιμοποιεί τα χρήματα αποκλειστικά για τραυματίες του στόλου, ενώ στο δεύτερο, οι Αμερικανοί χορηγούσαν τη βοήθεια των κομιτάτων μόνο σε αμάχους, για να μη θεωρηθεί ότι παραβίασαν την ουδετερότητα της χώρας τους.

Νοσοκομείο Αμπελακίων Σαλαμίνας

Στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας ιδρύθηκε κατά το 1826 ένα πρόσκαιρο στρατιωτικό νοσοκομείο για να καλύψει τις αυξημένες νοσηλευτικές ανάγκες που είχαν δημιουργηθεί από την εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα. Στη Σαλαμίνα μεταφέρονταν οι τραυματίες από τις μάχες στην Αττική και από την εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη. Μετά την καταστροφική μάχη στον Ανάλατο (24 Απριλίου 1827), κατά την οποία οι τραυματίες ήταν πάρα πολλοί, οργανώθηκε και στελεχώθηκε καλύτερα. Γιατροί που υπηρέτησαν στο Νοσοκομείο ήταν οι Τράιμπερ και Μπόρμαν, ο Ανάργυρος Πετράκης, καθώς και Έλληνες εμπειρικοί χειρουργοί.

Ο σπουδαιότερος εμπειρικός γιατρός ήταν ο Χρήστος Νικολαΐδης από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής, ο οποίος υπηρέτησε ως γιατρός σε διάφορες στρατιωτικές μονάδες, καθώς και σε πολεμικά πλοία. Αυτός αποσπάστηκε από την 5η χιλιαρχία του Κριεζώτη στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Σαλαμίνας κι εκεί πρόσφερε δωρεάν τις υπηρεσίες του.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από το στρατιωτικό νοσοκομείο της Σαλαμίνας σχηματίστηκε το 1828 κινητή ιατρική μονάδα για να καλύψει τα μαχόμενα τμήματα σε άλλες περιοχές.

Άλλα νοσοκομεία, εκτός από τα παραπάνω, που λειτούργησαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα ήταν: το Νοσοκομείο του Μυστρά, το Νοσοκομείο της Βυτίνας, το Νοσοκομείο Φτέρης Αιγίου, το Νοσοκομείο Λουτρού Σφακίων, το Νοσοκομείο Χίου, το Νοσοκομείο Αθηνών, το Νοσοκομείο Κιτριών και το Νοσοκομείο Γραμβούσας.

Συμπέρασμα

Από τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι παρά τη στερεοτυπική αντίληψη, που συχνά αναγράφεται, ότι η νοσοκομειακή και υγειονομική κάλυψη των αγωνιστών ήταν «υποτυπώδης», οι αγωνιστές της Επανάστασης έτυχαν νοσηλευτικής και νοσοκομειακής φροντίδας, στο μέτρο του δυνατού. Βέβαια, οι ελλείψεις, η ανεπάρκεια υλικών και μέσων, οι στερήσεις, οι δυσκολίες ήταν τεράστιες, αντίστοιχες με όλα τα παρόμοια προβλήματα που υπήρχαν στη γενικότερη διεξαγωγή του Αγώνα. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι οι υγειονομικές υπηρεσίες στο στρατόπεδο των Οθωμανών ή ακόμα και στα στρατόπεδα των ξένων στρατευμάτων στην Ευρώπη δεν ήταν καλύτερες.

Φάρμακα και θεραπευτικές τεχνικές για την αντιμετώπιση των τραυμάτων

Σε έγγραφα της Διοίκησης, σε ημερολόγια πλοίων, σε απομνημονεύματα αγωνιστών, ως φάρμακα στην προσπάθεια αντιμετώπισης των τραυμάτων αναφέρονται τα αυγά, το λάδι, η ρακή. Η χρήση του αυγού, ιδιαίτερα, ως ιδιαίτερου υλικού της αλοιφής για τα τραύματα, έγινε αντικείμενο παρατήρησης και των ξένων που έλαβαν μέρος στον Αγώνα και εντυπωσιάζονταν από την παράξενη θεραπευτική των εμπειρικών γιατρών. Η αλοιφή αυτή φτιαχνόταν με βασικά συστατικά το αυγό και το λάδι, υλικά τα οποία ήταν εύκολο να βρεθούν για τους τραυματίες που νοσηλεύονταν σε στρατόπεδα, μοναστήρια ή υποτυπώδη νοσοκομεία, όχι όμως στις περιπτώσεις πολιορκημένων πόλεων ή κάστρων. Για παράδειγμα, ο αγωνιστής Νικόλαος Καρώρης γράφει για τις ελλείψεις στα βασικά υλικά για την περίθαλψη των τραυματιών κατά την πολιορκία της Ακρόπολης: «Ήτο παντελής έλλειψις αλοιφής δια τους πληγωμένους και έμειναν οι δυστυχείς αυτή την ημέραν ανάλλαγοι. Ο χειρουργός εζήτει τέσσαρες οκάδες λάδι για να φτιάση αλοιφήν, αλλ’ ούτε με παράδες ευρίσκετο, ούτε έλεγε κανείς ότι έχει να προσφέρη τόσην ποσότητα λαδιού».

Εξίσου απαραίτητα για τη φροντίδα των τραυμάτων ήταν το κρασί και η ρακή, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι γιατροί για τις πληγές. Έτσι, όπως φαίνεται από τις πηγές, μόνιμη φροντίδα των οπλαρχηγών ήταν η προμήθεια κρασιού και ρακής, προκειμένου να εφοδιάζονται με αυτά τα πολύτιμα προϊόντα οι γιατροί των στρατοπέδων. Φυσικά, εκτός από τη χρήση τους για το πλύσιμο των πληγών, χρησίμευαν και ως μέσα ενίσχυσης του φρονήματος των μαχητών.

Βασικά τρόφιμα, επομένως όπως το αυγό, το λάδι, το κρασί και η ρακή, στα χέρια των εμπειρικών γιατρών μεταμορφώνονταν σε σπουδαία φάρμακα για τη σωτηρία των τραυματιών του Αγώνα.

Εξίσου σημαντική ήταν η προμήθεια του απαραίτητου υλικού για την επίδεση των τραυμάτων, των πανιών. Τα υλικά αυτά συνήθως δεν έλειπαν, όμως υπήρχαν και περιπτώσεις που υπήρχε μεγάλη έλλειψη, π.χ. πολιορκία Ακρόπολης.

Αντιμετώπιση πολεμικών τραυμάτων / καταγμάτων

Στα πολεμικά τραύματα η πρώτη μέριμνα των εμπειρικών χειρουργών ήταν να σταματήσουν την αιμορραγία του τραύματος. Όταν το τραύμα περιοριζόταν σε μικρή έκταση και βάθος, την αιμορραγία τη σταματούσαν, πιέζοντας πάνω στο τραύμα πανιών εμποτισμένων με ρακή. Σε περίπτωση μεγάλης αιμορραγίας, έκαναν καυτηριασμό του αγγείου με πυρωμένο σίδερο. Στη συνέχεια, αφού σταματούσαν την αιμορραγία, άρχιζαν τη θεραπεία για την επούλωση του. Τα τραύματα δεν τα έραβαν, τα άφηναν να κλείσουν σταδιακά, με εξαίρεση τα τραύματα του προσώπου. Και οι πτυχιούχοι γιατροί τότε, σε όσες περιπτώσεις εκτελούσαν χειρουργικές επεμβάσεις, ακολουθούσαν την αρχή να μη ράβουν τα τραύματα, αλλά να τα αφήνουν ανοικτά, προκειμένου να φύγει το πύον και να αποφευχθεί η μόλυνση.

Για τη σταδιακή επούλωση μικρών σε έκταση και βάθος τραυμάτων, χρησιμοποιούσαν θεραπευτικά βοτάνια με επουλωτικές ιδιότητες, τα «σαρκοθρόφια». Μετά τον καθαρισμό του τραύματος, δηλαδή με ρακή, κρασί ή ξίδι, τοποθετούσαν πάνω στην πληγή καθημερινά το επουλωτικό βοτάνι και στη συνέχεια έβαζαν επίδεσμο, με καθαρό πανί. Σε τραύματα με μεγάλη έκταση και βάθος, κυρίως των μαλακών μορίων, μετά τον καθαρισμό, τοποθετούσαν στην πληγή ένα μείγμα από λάδι και αυγό (ασπράδι), τη λεγόμενη «κηραλοιφή», κατά την παρασκευή της οποίας χρησιμοποιούσαν συχνά και κερί, προκειμένου να γίνει ο επίδεσμος αδιάβροχος. Με αυτό το μείγμα πότιζαν μικρά κομματάκια ή πολλά νήματα από λινό ύφασμα (ξαντό) και το έβαζαν πάνω στην πληγή. Το μείγμα αυτό είχε αντισηπτικές και επουλωτικές ιδιότητες και ήταν γνωστό από την αρχαιότητα (επρόκειτο για το «κηρωτόν έμπλαστρον» των ιπποκρατικών κειμένων). Έβγαζαν καθημερινά τους επιδέσμους και το ξαντό με την αλοιφή, έπλεναν το τραύμα με οινόπνευμα και στη συνέχεια έβαζαν νέο καθαρό ξαντό, με νέα αλοιφή.

Εκτός όμως από τα τραύματα των μαλακών μορίων, το είδος του πολέμου και τα χρησιμοποιούμενα όπλα είχαν ως αποτέλεσμα οι τραυματίες να υφίστανται κατάγματα. Αυτά αντιμετωπίζονταν με τη χρήση μιας άλλης ειδικής αλοιφής, που λεγόταν “ανακόλλι”, “οστεόκολλα”, “μπλάστρι” ή “τσάπα”. Ήταν μια μορφή της αλοιφής που αναφέρθηκε παραπάνω, πρόσθεταν όμως τριμμένο σαπούνι, μαστίχα, λιβάνι, μαζί με τριμμένο κρεμμύδι ή τριμμένο μάρμαρο. Αυτό το μείγμα το έβαζαν πάνω σε μαλλιά προβάτου, που έπρεπε απαραιτήτως να είναι ρυπαρά και το άπλωναν πάνω στο μέρος που είχε κάταγμα, προσθέτοντας και εφαρμόζοντας σανίδες για μεγαλύτερη ακινησία, αν το κάταγμα ήταν σε χέρι ή πόδι. Το μείγμα έπηζε γρήγορα και γινόταν στερεός επίδεσμος. Για να επιτευχθεί γρήγορα η πήξη, έβαζαν πάνω από το μείγμα οινόπνευμα και, αν ήταν σοβαρό και εκτεταμένο κάταγμα, περισσότερα του ενός στρώματα οστεόκολλας. Μόλις το μείγμα με το ανακόλλι έπηζε, αφαιρούσαν τις σανίδες και τότε αυτό λειτουργούσε σαν τον σύγχρονο γύψινο επίδεσμο.

Σε περιπτώσεις μεγάλων και εκτεταμένων μυϊκών κακώσεων, από πτώση σε μεγάλο ύψος ή σφοδρό χτύπημα, οι εμπειρικοί γιατροί χρησιμοποιούσαν και άλλη μια πανάρχαια μέθοδο: τύλιγαν το χτυπημένο μέρος με προβιές πρόσφατα σφαγμένων ζώων. Άλλη μέθοδος για τη θεραπεία των σοβαρών μυϊκών κακώσεων ήταν η επάλειψη με ζεστό βούτυρο, κυρίως για τους μώλωπες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ κατά την περίοδο αυτή οι Ευρωπαίοι χειρουργοί πίστευαν ότι ο ακρωτηριασμός ήταν η μόνη ενδεδειγμένη θεραπεία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά κατάγματα. Οι ακρωτηριασμοί όμως που πραγματοποιήθηκαν σε τραυματισμένους Έλληνες μαχητές της Ελληνικής Επανάστασης, συγκριτικά με τους άλλους πολέμους της εποχής, ήταν ελάχιστοι. Οι Έλληνες εμπειρικοί γιατροί, ακόμα και στα δύσκολα και περίπλοκα κατάγματα των κάτω ή άνω άκρων, εφάρμοζαν τη δική τους μέθοδο, με συχνότατα εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η ευρεία χρήση οινοπνεύματος στα τραύματα, η χρήση μούχλας ως αποτρεπτικού της διαπύησης (εμφάνισης πύου), μαζί με την εφαρμογή της στερεάς ακινητοποίησης των καταγμάτων, είχε ως αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν ελάχιστοι ακρωτηριασμοί στους τραυματίες κατά την Ελληνική Επανάσταση.

Σε πολλά δημοσιεύματα με αντικείμενο την ιατρική στον Αγώνα, αναφέρεται η πληροφορία ότι οι εμπειρικοί γιατροί έραβαν τα τραύματα χρησιμοποιώντας μυρμήγκια. Η πληροφορία αυτή στηρίζεται σε μαρτυρία του Μακρυγιάννη, ο οποίος στα Απομνημονεύματά του αναφέρει ότι όταν τραυματίστηκε στην κοιλιακή χώρα με μαχαίρι ένας αγωνιστής, ο γιατρός «τόβγαλε το μαχαίρι και με των μερμήγκων τα κεφάλια τόραψε την κοιλιά». Επειδή όμως δεν υπάρχει άλλη παρόμοια μαρτυρία, θεωρείται σήμερα ότι η πληροφορία αυτή είναι ανακριβής ή προσθήκη του Γ. Βλαχογιάννη, μιας και σύγχρονοι γιατροί θεωρούν αδύνατη από ανατομική και χειρουργική άποψη τη συρραφή εκτεταμένων τραυμάτων με κεφαλές μυρμηγκιών.

Η ικανότητα των εμπειρικών γιατρών να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα πολεμικά τραύματα ήταν αντίληψη ευρύτατα διαδεδομένη στον ελληνικό λαό, ακόμα κι έναν αιώνα μετά την Επανάσταση. Εξάλλου από τα παραπάνω φαίνεται ότι το έργο τους, παρά τις ελλείψεις και τις τεράστιες δυσκολίες, ήταν πολύ σημαντικό και η συμβολή τους στον Αγώνα αξιοθαύμαστη.

Γενική βιβλιογραφία

– Λάζαρος Βλαδίμηρος, Οι ιατροί στην Παλιγγενεσία. Με το κορμί των και την επιστήμη των, Αθήνα 2021.

– Θεόδωρος Ι. Δαρδαβέσης, «Υγειονομική φροντίδα και περίθαλψη των αγωνιστών του 1821», Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2011.

– Δημήτριος Καμπερόπουλος, Η Ελληνική Ιατρική κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο (Τουρκοκρατία Λατινοκρατία) μέχρι την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών, περ. Ιστορία Εικονογραφημένη, Αφιέρωμα «Ιστορία της Ελληνικής Ιατρικής», τεύχ. 504, Ιούνιος 2010, σσ. 44-51.

– Δημήτριος Καμπερόπουλος, Τα Ιατρικά του Ρήγα στο «Φυσικής Απάνθισμα». Ανακοίνωση στην Ημερίδα για το «Φυσικής Απάνθισμα», Ένωση Ελλήνων Φυσικών – Δήμος Ρήγα Φερών, Μάιος 2007.

– Γιάννης Καράς, Οι επιστήμες στην Τουρκοκρατία, τόμος Γ΄. «Οι επιστήμες της ζωής». Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 1994.

– Δημήτρης Μητουλάκης, Παραδοσιακή Ιατρική και φαρμακογνωσία μέσα στα ελληνικά χειρόγραφα ιατροσόφια (15ος – 19ος αι.): δρόγες, παθήσεις, συνταγές. Διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή ΕΚΠΑ, 2020.

– Δημήτριος Λουκάτος, Λαϊκή θεραπευτική, στο Ι.Ε.Ε. τόμος ΙΑ΄, Εκδοτική Αθηνών, 1975.

– Θανάσης Μπαρλαγιάννης, Ιατρική ιστορία της Επανάστασης του 1821. Οι απαρχές της συγκρότησης της Ελληνικής δημόσιας υγείας, 1800-1831. Εκδόσεις ΕΑΠ, Ιανουάριος 2022.

– Αναστάσιος Μυλωνάς, Εμμανουήλ Τιμόνης και Ιάκωβος Πυλαρινός. «Οι Έλληνες πρωτοπόροι των εμβολιασμών», www.metropolitan hospital / ιστορικά / 1135.

– Δημήτριος Σχίζας, Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος, Νικόλαος Δ. Σχίζας, Οι εμπειρικοί γιατροί και η συμβολή τους στην περίθαλψη των αγωνιστών κατά την Επανάσταση του 1821, Ίδρυμα Νεοελληνικών Σπουδών, «Επετηρίς», τόμος 14ος, Αθήνα 2009.

[1] Γιώργος Πουρναρόπουλος, Η Ιατρική του Αγώνος. Η συμβολή του Αγώνος. Η συμβολή των υγειονομικών εις τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1973, σ.σ. 11-12.

[2] Jacovaci Riso Neroulo, Cours de la Litterature Grecque Moderne, Geneva, 1827, p. 104.

[3] Ιωάννης Νικολίδης, Ερμηνεία περί του πώς πρέπει να θεραπεύεται το γαλλικόν πάθος ήγουν η μαλαφράντζα, «Προοίμιον», Βιέννη 1794, σ. 47.

[4] Θωμάς Μανδακάσης, Aetiologia Chymica, Διδακτορική διατριβή.

[5] Τίμοθι Μίλλερ, Η γέννησις του νοσοκομείου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Β΄ Ιατρικές Εκδόσεις, 1998.

[6] Ιωάννης Νικολίδης, ο.π.