Η βαμβακερή κλωστή δημιουργείται από ίνες, που περιβάλλουν τους σπόρους μίας ποικιλίας φυτών του γένους Gossypium. Το φυτό σπέρνεται την άνοιξη και χρειάζεται μεγάλη φροντίδα μέχρι την συγκομιδή του το φθινόπωρο. Ο καρπός του φυτού είναι μία κάψα που περιέχει σπέρματα και ίνες διαφορετικού μήκους, που περιβάλλουν τα σπέρματα. Άν και το βαμβάκι στην αρχαιότητα, καλλιεργήθηκε σε μικρή κλίμακα στην Μεσόγειο, στην νεότερη Ελλάδα αποτέλεσε ένα από τα κύρια κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Τον 18ο αι., ο Τύρναβος, η Λάρισα, τα Αμπελάκια, οι Σέρρες, η Αγιά και η Θήβα οφείλουν την ακμή τους στην καλλιέργεια και κατεργασία του βαμβακιού.

Οι γυναίκες στην Κορινθία αρχικά έκαναν του ξεκούκισμα, δηλαδή τον διαχωρισμό των ινών από τους σπόρους με την βοήθεια ενός εργαλείου, που ονομαζόταν μαγγάνι, ή ροδάνι ή ανεμοδούρα. Στην συνέχεια, ακολουθούσε το στοίβαγμα ή κόψιμο, δηλαδή το χτύπημα των ινών για να αφρατέψουν με το δοξάρι, ένα ξύλινο τόξο με μία χορδή που παλλόταν, την κόρδα. Τέλος, οι τουλούπες τυλίγονταν στην ρόκα και γνέθονταν με το αδράχτι σε κλωστή.
Τα βαμβακερά υφάσματα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στην ένδυση, στην στρώση των κρεβατιών και στην κατασκευή άλλων οικιακών υφασμάτων.
