Skip to content Skip to footer

Ο Αργαλειός και τα είδη του

Από την αρχαιότητα ο άνθρωπος χρησιμοποίησε πολλά εργαλεία για να κατασκευάσει ύφασμα, ακόμα και μέρη του σώματος του. Η ονομασία αργαλειός αποτελεί παραφθορά της λέξης εργαλείο, δηλαδή το εργαλείο, που βοηθά ώστε να παραμείνουν οι κλωστές τεντωμένες κατά την διάρκεια της ύφανσης. Συνήθως, ένας αργαλειός παίρνει την ονομασία του από την κατεύθυνση των στημονιών στον χώρο: οριζόντιος εδάφους, κάθετος αργαλειός τύπου Π, κάθετος αργαλειός τύπου πλαίσιο, διαγώνιος της μέσης, οριζόντιος με πατήθρες. Ο αργαλειός της προϊστορικής Ευρώπης ήταν ένας κάθετος αργαλειός τύπου Π, όπου τα στημόνια τεντώνονταν στο κάτω μέρος με την βοήθεια πήλινων βαριδιών (αγνύθες ή λεαί). Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον από την 7η Χιλιετία έως και τους πρώιμους βυζαντινούς αιώνες και ονομαζόταν ιστός, ονομασία γνωστή από τα Ομηρικά έπη. Όπως γίνεται γνωστό από τις απεικονίσεις του σε αγγεία και ανάγλυφα της αρχαιότητας η υφάντρια ύφαινε από πάνω προς τα κάτω κάνοντας μεγάλα, ορθογώνια υφάσματα, ενώ παράλληλα περπατούσε στο πλάτος του αργαλειού. Συχνά μία άλλη γυναίκα την βοηθούσε στο δύσκολο άνοιγμα των στημονιών. Καθώς η υφαντική υπήρξε καθ’ όλη την αρχαιότητα μία από τις περισσότερο διαδεδομένες γυναικείες δραστηριότητες εντός του οίκου, τα υφαντικά βάρη βρίσκονται σχεδόν σε κάθε αρχαίο οίκημα και η ύπαρξή τους αποτελεί μοναδική μαρτυρία για την λειτουργία αυτού του αργαλειού. Συγκεκριμένες δε τυπολογίες των υφαντικών βαρών βοηθούν σημαντικά και στην χρονολόγηση του εργαλείου. Στην αρχαία Ευρώπη, πιθανόν ο ιστός συνυπήρξε με τον οριζόντιο αργαλειό εδάφους, του οποίου οι αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν έχουν διασωθεί λόγω του οργανικού υλικού.

Ο κάθετος αργαλειός με μορφή πλαισίου είναι ένας κάθετος αργαλειός, που διαθέτει δύο σταθερούς και οριζόντιους δοκούς (αντιά) για το τέντωμα του στημονιού. Η ύφανση γίνεται από κάτω προς τα επάνω, το υφάδι πιέζεται προς το κάτω μέρος, ενώ το ύφασμα μπορεί να τυλίγεται στην κάτω δοκό. Αυτός ο εργαλειακός τύπος υπήρξε γνωστός στην Αίγυπτο από την Δυναστική περίοδο και απεικονίζεται σε μικρογραφίες βυζαντινών χειρογράφων του 11ου και 13ου αι. Στους μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιήθηκε για την ύφανση μάλλινων υφασμάτων (ταπήτων) στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο (χαραρίσιος) και στα
νησιά του Αιγαίου (Λέσβος).

Μετά τον 11ο αι. μ.Χ.περίπου, ήλθε από την Ασία (Κίνα) στην Ευρώπη ο οριζόντιος αργαλειός με πατήθρες και μιτους για τον μηχανικό διαχωρισμό των στημονιών, που βοήθησαν στην ταχύτερη παραγωγή μεγάλου μήκους υφάσματος. Σε αυτόν τον αργαλειό η υφάντρια καθόταν και μπορούσε να χρησιμοποιεί παράλληλα τα πόδια της (πατήθρες) και με τα χέρια να ρίχνει την σαίτα, όπως έχουμε δει στην Κορινθία, αλλα και στα χωριά της νεότερης Ελλάδας. Ένας τέτοιος αργαλειός περιγράφεται τον 5ο αι. από τον Θεοδώρητο, επίσκοπο Κύρου, ενώ στη βυζαντινή τέχνη εικονίζεται μόνο σε ένα εικονογραφημένο χειρόγραφο του 14ου αι. Ένας παρόμοιος αυθεντικός αργαλειός, που χρησιμοποιήθηκε στην Κορινθία και χρονολογείται από τον 19ο αι., συμπληρώνει τη σειρά των αργαλειών που παρουσιάζουν την εξέλιξη της υφαντικής τέχνης από τα προϊστορικά χρόνια έως και τη σύγχρονη εποχή.

Ο αργαλειός της μέσης (τσαπαρί και σουρτάρι) ήταν απλά εργαλεία όπου τα στημόνια τεντώνονταν ανάμεσα σε ένα σταθερό σημείο, π.χ. σε ένα δέντρο και στην μέση της υφάντρας. Χρησιμοποιήθηκαν στην Πελοπόννησο για την κατασκευή κορδονιών αποθηκευτικών σάκκων και στενών ταινιών που συγκρατούσαν τις κάλτσες, στην διακοσμηση και ένωση ενδυμάτων (ποδιές),

Ένας άλλος, πολυμήχανος αργαλειός, ο αργαλειός ανέλκυσης που ήλθε στην Μεσόγειο από την Κίνα ή την Ινδία, τον 6ο αι. μ.Χ. περίπου, βοήθησε στην παραγωγή των πρώϊμων Βυζαντινών μεταξωτών υφασμάτων σύνθετης δομής.

Λόγω της σπουδαιότητας του ως εργαλείο, ο αργαλειός είναι το μοναδικό εργαλείο, που δεν έχει ιδιαίτερο όνομα. Μέσα στην πολύχρονη εξέλιξη του, οι πολυάριθμες και ποικίλες βελτιώσεις του υποσχέθηκαν ότι θα εξοικονομήσουν χρόνο κι ελευθερία στην υφάντρια. Εντούτοις, ως πολύπλοκο εργαλείο που έγινε, στέρησε από τον ανθρώπο κάτι από την φαντασία και δημιουργικότητα του. Αντίθετα, η ανθρώπινη ιστορία έχει αποδείξει ότι περίτεχνα υφαντά που κατασκευάστηκαν σε απομονωμένες, παραδοσιακές κοινωνίες είχαν την ελάχιστη εργαλειακή υποδομή, π.χ. τα κλαδιά ενός δέντρου.