Ο εξοπλισμός των σχολείων
Βασικό στοιχείο για τη σωστή λειτουργία ενός σχολείου είναι η βιβλιοθήκη. Για το λόγο αυτό δημιουργήθηκε ειδικός χώρος για την στέγασή της. Τα βιβλία είναι απαραίτητα εργαλεία για τη διδασκαλία και είχε παρατηρηθεί μεγάλη έκκληση να βρεθούν βιβλία. Η βιβλιοθήκη της σχολής της Χίου στα χρόνια της ακμής της αριθμούσε 30.000 βιβλία, ενώ ο μέσος όρος κυμαινόταν μεταξύ 500-1000 βιβλίων. Άλλο στοιχείο εξοπλισμού είναι τα όργανα για τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών κυρίως, αλλά και των άλλων μαθημάτων. Στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που απεικόνιζαν τα όργανα της φυσικής ή της γεωγραφίας και σε επόμενο στάδιο θα αναζητηθούν και θα χρησιμοποιηθούν τα ίδια τα όργανα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ιδρύεται μέσα στις σχολές και τυπογραφείο.
Το διδακτικό προσωπικό
Στην πρώτη φάση, μέχρι τον 17ο αιώνα περίπου, ο κλήρος κάλυπτε τις διδακτικές ανάγκες. Σχεδόν κάθε οικογένεια είχε και έναν ιερωμένο. «Έκαστος ιερεύς κοινότητός τινος ήτο και διδάσκαλος αυτής».[1] Όσο για τα τυπικά προσόντα, δεν γίνεται λόγος. Αρκούσε μόνο να είναι έμπειρος. Η χορήγηση τυπικών προσόντων από τις ανώτερες σχολές άρχισε πολύ αργότερα, μάλλον κατά το τέλος του 18ου αιώνα.
Έχουν εντοπιστεί δύο τύποι δασκάλων κυρίως για τις ανώτερες σχολές: ο ένας είναι με μόνιμη και σταθερή θέση, ο οποίος, μετά από τις σπουδές του, θα εγκατασταθεί στη γενέθλια γη και για το υπόλοιπο της ζωής του θα ασκήσει τα διδακτικά του καθήκοντα. Ο άλλος τύπος είναι ο μετακινούμενος και προσφέρει τη εργασία του όπου του ζητείται. Η αμοιβή των δασκάλων κλιμακώνεται όσο η παιδεία οργανώνεται και εξαπλώνεται. Στη κατώτερη βαθμίδα αρχικά προσφέρονται δώρα προς τους δασκάλους από τις οικογένειες των μαθητών και στη συνέχεια καθορίζεται η χορήγηση μισθού. Στην ανώτερη βαθμίδα, στις ανώτερες σχολές, προσφέρεται στέγη και τροφή και στη συνέχεια κάποιος μισθός, ανάλογα με τα εισοδήματα της σχολής. Το ύψος του μισθού κατά μέσον όρο φτάνει τα 500 γρόσια το χρόνο και αυτή είναι η αμοιβή ενός δασκάλου των φιλοσοφικών μαθημάτων στην Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Η αμοιβή 500 γρόσια αντιπροσωπεύει το διπλάσιο της αμοιβής ενός τεχνίτη. Γύρω στα 1769 ο μισθός ανεβαίνει στα 1000 γρόσια για να φτάσει στα 3000 γρόσια κατά το 1820.[2] Τέτοιο μισθό έπαιρνε ο πρώτος στην τάξη δάσκαλος και οι υπόλοιποι περίπου τα μισά. Πολλοί από τους δασκάλους καταφεύγουν στο κληρικό σχήμα λόγω του χαμηλού μισθού και της ασφάλειας που τους παρείχε η εκκλησία. Ο δάσκαλος πρέπει να είναι αφοσιωμένος, να μην βλέπει την εργασία του ως επάγγελμα, αλλά περισσότερο ως αποστολή. Αποστολή σαν του κληρικού. Αυτά είχε μετ’ επιτάσεως επιβάλει η κοινωνία του 18ου αιώνα στον εκπαιδευτικό κόσμο. Ο μισθός που του δίδεται αποτελεί αναγνώριση και αξιολόγηση της προσφοράς του στο κοινωνικό σύνολο. «Εξακόσια γρόσια το χρόνο φαίνεται να φτάνουν σε έναν νέο να ζήσει φιλοσοφικά και χριστιανικά», υποστηρίζει ο Φαναριώτης , Δημήτριος Καταρτζής.
[1] Τρύφων Ευαγγελίδης, 1936, τ. 1, σελ. XVI.
[2] Ν. Σαραντάκος, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία: Βάσει του υπ’ αρ. 8 Νόμου της 1ης Απριλίου 1822 (Οργανισμός του Στρατού), ο στρατιώτης είχε μισθό 20 γρόσια το μήνα και ο στρατηγός 800 γρόσια το μήνα. Ο Κασομούλης σημειώνει ότι κάθε παλιός στρατιώτης «βαστούσεν διά τον τάφον του (διά θυμίαμα και κηρί, έλεγον) από 50, 100 ή 200 ή και 500 γρόσια». Πεθαίνοντας ο Καραϊσκάκης πάντρεψε τη Μαριώ, το πρωτοπαλίκαρό του, με ένα από τα παλικάρια του και της άφησε 4.000 γρόσια, που ο καθηγητής Αριστείδης Χατζής υπολόγισε ότι έχουν αγοραστική δύναμη γύρω στα σημερινά 50.000 ευρώ. Σαν παιδί ο Μακρυγιάννης θυμάται: «Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζομαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια». Πήρε αύξηση δηλαδή, απο 100 παράδες σε 5×40 = 200. 1 γρόσι = 40 παράδες.
